Ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ: Ανάγνωση των στατιστικών και ιστορικών στοιχείων

Δευτέρα, 06 Νοεμβρίου 2006 17:14

A- A A+

Οι Δημοκρατικοί είναι τόσο σίγουροι ότι στις 7 Νοεμβρίου 2006 θα ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ώστε έχουν αρχίσει να διεκδικούν έδρες ακόμη και σε οχυρά των Ρεπουμπλικανών.

Σύμφωνα με τον Τσάρλι Κουκ, που θεωρείται ο πιο έγκυρος ανεξάρτητος πολιτικός αναλυτής στην Ουάσινγκτον, οι Δημοκρατικοί μπορεί να κερδίσουν ως και 25 έδρες στη Βουλή. Οι πιθανότητες να κερδίσουν τον έλεγχο της Γερουσίας είναι, κατά την άποψή του, 50%.

Οι Δημοκρατικοί πρέπει να έχουν ένα καθαρό κέρδος 15 εδρών για να κερδίσουν τον έλεγχο της Βουλής και ένα καθαρό κέρδος 6 εδρών για να αποκτήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας. Ο Κουκ συγκρίνει αυτή την αναμέτρηση μ'εκείνη του 1994, όταν οι Ρεπουμπλικανοί είχαν κερδίσει 54 έδρες στη Βουλή και 8 στη Γερουσία. Τότε, οι Δημοκρατικοί έχασαν τον έλεγχο της Βουλής για πρώτη φορά μετά το 1953.

Τον Οκτώβριο του 1994, ένα μήνα πριν από τον ρεπουμπλικανικό θρίαμβο, το 48% των Αμερικανών πίστευαν ότι η χώρα βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Σήμερα, το ποσοστό αυτό είναι 61%. Το 67% χαρακτήριζε τότε αρνητικό το έργο του Κονγκρέσου. Σήμερα, το ποσοστό αυτό φτάνει το 75%.

Ο εκλογικός αναλυτής, Λάρι Σάμπατο, επισημαίνει ότι οι Ρεπουμπλικανοί αδυνατούν να αποκομίσουν κέρδη από την καλή πορεία της οικονομίας. Κι αυτό οφείλεται στα τραύματα του πολέμου, τα σκάνδαλα, τη χαμηλή δημοτικότητα του προέδρου και την ακόμη χαμηλότερη δημοτικότητα του Κονγκρέσου.

Η βάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος μπορεί να είναι δυσαρεστημένη από τις εξελίξεις στο Ιράκ, τον Κατρίνα και τα σκάνδαλα, ωστόσο, οι Ρεπουμπλικανοί έχουν αποδείξει ότι έχουν την ικανότητα να στέλνουν την τελευταία στιγμή τους ψηφοφόρους τους στις κάλπες.

Αν όμως οι Ρεπουμπλικανοί χάσουν τον έλεγχο του ενός ή και των δύο σωμάτων του Κονγκρέσου, θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην πορεία του πολέμου στο Ιράκ όσο και σε άλλα θέματα;

Οι ενδιάμεσες εκλογές σπανίως επηρεάζουν τη γενική κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής, επισημαίνει ο Ρόμπερτ Κέιγκαν στην «Washington Post». Εξαίρεση ήταν όταν το Κονγκρέσο περιέκοψε τη χρηματοδότηση των αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Βιετνάμ, το 1973. Μια Δημοκρατική Βουλή των Αντιπροσώπων, όμως, είναι απίθανο να περικόψει την επόμενη διετία τη χρηματοδότηση του πολέμου στο Ιράκ.

Ιστορικά, και ιδίως τις έξι δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμερικανική εξωτερική πολιτική παρουσιάζει μια συνέχεια. Οι νέες κυβερνήσεις αλλάζουν κάποια στοιχεία στο περιθώριο. Οι βασικές αρχές, όμως, παραμένουν αναλλοίωτες. Οι Ρεπουμπλικανοί χλεύαζαν τη «δειλή» πολιτική της ανάσχεσης που ακολουθούσαν οι Δημοκρατικοί μέχρις ότου απέκτησαν τον έλεγχο της Βουλής, το 1952. Στη συνέχεια, υιοθέτησαν την ίδια στρατηγική.

Αυτή η τάση προς τη συνέχεια χαρακτηρίζει και το θέμα στο οποίο διαφωνούν βαθύτερα σήμερα οι Αμερικανοί με τους Ευρωπαίους: τη χρήση στρατιωτικής βίας στις διεθνείς υποθέσεις. Οι Αμερικανοί και των δύο κομμάτων πιστεύουν περισσότερο στη χρησιμότητα, αλλά και στη νομιμότητα, της στρατιωτικής δράσης από τους περισσότερους άλλους λαούς του κόσμου. Από το 1989 ως το 2003, επί των προέδρων Μπους Ι, Κλίντον και Μπους ΙΙ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεπλάκησαν σε εννιά στρατιωτικές

επιχειρήσεις στο εξωτερικό: Παναμάς το 1989, Σομαλία το 1992, Αϊτή το 1994, Βοσνία το 1995-96, Κόσοβο το 1999, Αφγανιστάν το 2001 και Ιράκ τρεις φορές, το 1991, το 1998 και το 2003. Αυτό σημαίνει πως οι ΗΠΑ εμπλέκονται σε μια μείζονα στρατιωτική επιχείρηση εκτός του εδάφους τους κάθε 1,5 χρόνο.

Οσοι υποστηρίζουν ότι το αδιέξοδο στο Ιράκ μπορεί να αλλάξει αυτή την προσέγγιση ενδεχομένως να έχουν δίκιο. Η ιστορία, όμως, άλλα δείχνει. Λιγότερο από έξι χρόνια μετά την ήττα στο Βιετνάμ, οι Αμερικανοί εξέλεξαν τον Ρίγκαν για να αποκαταστήσει την αμερικανική στρατιωτική ισχύ και να επιδοθεί σε έναν ανταγωνισμό των εξοπλισμών με τη Σοβιετική Ενωση.

Ακόμη και σήμερα, ηγετικά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος που αντιτίθενται στον πόλεμο του Ιράκ δεν διαφωνούν καν με ένα στρατιωτικό προϋπολογισμό που φτάνει τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.

Ούτε ο πρόεδρος Μπους, ούτε ο αντιπρόεδρος Τσέινι θα διεκδικήσουν την επανεκλογή τους το 2008. Το μόνο που ενδιαφέρει τον πρόεδρο Μπους είναι η θέση του στην ιστορία.

Τα αποτελέσματα της 7ης Νοεμβρίου θα αποτελέσουν ενδεχομένως μια καλή ένδειξη για το τι θα συμβεί το 2008, όταν εκλεγεί ο διάδοχος του Μπους. Αν οι Ρεπουμπλικανοί δεν τα πάνε τώρα καλά, θα κερδίσει «πόντους» ο Τζον ΜακΚέιν, ο γερουσιαστής από την Αριζόνα που χαίρει υποστήριξης από τους ανεξάρτητους, αλλά και από πολλούς Δημοκρατικούς.

Πηγή: Τimes, El Pais, Washington Post, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή