Το μοναδικό στη χώρα μας πλωτό Μουσείο με τη δυνατότητα να πραγματοποιεί πλόες, το πλοίο «Νεράιδα», ένα από τα πλοία - σύμβολα της χρυσής εποχής του τουρισμού στον Αργοσαρωνικό, βρίσκεται ελλιμενισμένο στη Μαρίνα Φλοίσβου και υποδέχεται μικρούς και μεγάλους επισκέπτες, σε νέο ωράριο λειτουργίας και δωρεάν είσοδο.
Σκοπός του Μουσείου, μεταξύ άλλων, είναι η ανάδειξη της ιστορίας του πλοίου «Νεράιδα» και της επιχειρηματικής ιστορίας του ιδιοκτήτη του, Γιάννη Λάτση, η παρουσίαση της ναυτιλιακής και ναυτικής ιστορίας και παράδοσης της χώρας μας, η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος κ.ά..
Επισκέψεις
Το ωράριο λειτουργίας του Μουσείου έχει ως εξής: Παρασκευή 17:00-20:30 (τελευταία προσέλευση 20:00), Σάββατο 11:00-18:00 (τελευταία προσέλευση 17:30) και Κυριακή 12:00-18:00 (τελευταία προσέλευση 17:30). Τα ωράρια λειτουργίας ενδέχεται να τροποποιούνται αναλόγως των καιρικών συνθηκών.
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Κάθε Κυριακή στις 11:00-12:00 υλοποιείται στο Μουσείο το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ταξιδεύοντας με το Νεράιδα. Ένα παιχνίδι εν πλω», που απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 6-12 ετών. Οι γονείς που ενδιαφέρονται να δηλώσουν συμμετοχή μπορούν να αποστείλουν email στο [email protected] δηλώνοντας το ονοματεπώνυμό τους, το ονοματεπώνυμο και την ηλικία των παιδιών, την ημερομηνία που τους ενδιαφέρει και ένα τηλέφωνο επικοινωνίας. Δηλώσεις συμμετοχής γίνονται, επίσης, δεκτές και στην υποδοχή του Μουσείου κατά τις ημέρες και ώρες λειτουργίας του.
Στιγμιότυπο από την καθέλκυση του επιβατηγού Laurana στο τότε ιταλικό λιμάνι του Fiume, σημερινή Rijeka της Κροατίας, το 1939 (Maritime and History Museum of Croatian Littotal, Rijeka)
Η ιστορία του πλωτού Μουσείου
Στις αρχές του 1950, το «Νεράιδα» σάλπαρε για πρώτη φορά στον Αργοσαρωνικό με το όνομα «Laurana» που του είχαν δώσει οι Ιταλοί ιδιοκτήτες του, δέκα περίπου χρόνια πριν. Με το όνομα αυτό είχε εξυπηρετήσει ακτοπλοϊκά δρομολόγια στις βόρειες ακτές της Αδριατικής, είχε θητεύσει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως διασωστικό πλοίο του ιταλικού στόλου και στη συνέχεια είχε δρομολογηθεί στη γραμμή Μάλτα -Συρακούσες.
Ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας (κέντρο), ο Γιάννης Λάτσης (δεξιά του) και το πλήρωμα του Νεράιδα σε εκδρομή στο Ναύπλιο (18 Μαΐου 1950)
Με το όνομα αυτό, επίσης, το αγόρασε ο Γιάννης Λάτσης, τον Δεκέμβριο του 1949, από μαλτέζικη ακτοπλοϊκή εταιρεία. Σύντομα, ξεκίνησαν οι εργασίες επισκευής του και δρομολογήθηκε στη γραμμή του Αργοσαρωνικού, την οποία εξυπηρέτησε έως το 1974. Βαπτίστηκε από τον Νικόλαο Πλαστήρα
Είχε την τιμή να βαπτιστεί «Νεράιδα» από τον Νικόλαο Πλαστήρα, σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στο λιμάνι της Ύδρας και μετά από ονομαστική ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε εν πλω. Είχε, επίσης, την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, σε πλήθος ελληνικών ταινιών αλλά και το 1957 στη χολιγουντιανή παραγωγή «Το Παιδί και το Δελφίνι» του Ζαν Νεγκουλέσκο, με πρωταγωνιστές τη Σοφία Λόρεν, τον Άλαν Λαντ και τον Κλίφτον Γουέμ.
Η Σοφία Λόρεν στο κατάστρωμα του πλοίου για τα γυρίσματα της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι».
Πάνω από όλα, όμως, είχε την τύχη να μεταφέρει, για περίπου είκοσι πέντε χρόνια, χιλιάδες Έλληνες και ξένους, ντόπιους και τουρίστες, στα λιμάνια του Αργοσαρωνικού, άλλους για επαγγελματικούς λόγους και άλλους για διασκέδαση και αναψυχή. Το ταξίδι της επιστροφής του Νεράιδα από την Κροατία στην Ελλάδα ξεκίνησε στις 27 Απριλίου 2010. (Φωτ. Bostjan Vucak)
«Το τυχερό βαπόρι» του καπετάν - Γιάννη Λάτση
Παρόλο που ήταν ένα από τα μικρότερα και, οπωσδήποτε, ένα από τα λιγότερο προσοδοφόρα πλοία του στόλου του καπετάν - Γιάννη Λάτση, πάντα ο ίδιος και η οικογένειά του το θεωρούσαν το πιο τυχερό. Αρκετοί, άλλωστε, ακόμα θυμούνται τον ίδιο στο λιμάνι του Πειραιά άλλοτε να κόβει εισιτήρια, άλλοτε να μοιράζει κάρτες ελευθέρας επιβίβασης κι άλλοτε να μεταφέρει τις αποσκευές των επιβατών του «Νεράιδα».
Ο Γιάννης Λάτσης στο πηδάλιο του πλοιού.
Έτσι, δεν ακολούθησε τη μοίρα της πλειονότητας των πλοίων που συμπληρώνουν τον κύκλο της ζωής τους, και δεν οδηγήθηκε ποτέ για διάλυση. Αντίθετα, παρέμεινε παροπλισμένο στην Ελευσίνα για πάνω από τριάντα χρόνια, έως το 2007, οπότε και η οικογένεια αποφάσισε τη μετασκευή, η οποία διήρκεσε, περίπου, τρία χρόνια. Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]