H Τυνησία διανύει μια επίπονη πορεία προς τη Δημοκρατία. Επτά περίπου χρόνια μετά την αποκαλούμενη αραβική άνοιξη, η χώρα «εξάγει», σχετικά με τον πληθυσμό της, υπερβολικά πολλούς τζιχαντιστές που συχνά εντάσσονται στις γραμμές του Ισλαμικού Κράτους.
Όμοια είναι η εικόνα στο Μαρόκο. Ενώ δεν έχει σημειωθεί από το 2011 τρομοκρατικό χτύπημα στη χώρα, ανάμεσα στους δράστες της πρόσφατης τρομοκρατικής επίθεσης στη Βαρκελώνη βρίσκονται αρκετοί με μαροκινή καταγωγή. Ποιες είναι οι ρίζες του θρησκευτικού εξτρεμισμού στο Μαγκρέπ;
Ο τυνήσιος δικηγόρος Ρίντα Ραντάουι αξιολόγησε τα στοιχεία περίπου 1.000 υπόπτων για τρομοκρατία στην πατρίδα του: «Περισσότεροι από το 65% έχουν ηλικία κάτω των 34 ετών. Πρόκειται για μια νέα γενιά, η οποία δεν βίωσε την καταπίεση της δικτατορίας και έχει σχετικά καλή επαγγελματική κατάρτιση. Το 40% από αυτούς έχει παρακολουθήσει μαθήματα σε Πανεπιστήμιο».
Περίπου το 70% των Τυνήσιων υπόπτων για τρομοκρατική δράση έχει εκπαιδευθεί σε στρατόπεδα τζιχαντιστών στο εξωτερικό, ενώ το 50% ήρθε σε επαφή με ακραίους μέσα από θρησκευτικά κείμενα. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που από μικροεγκληματίες έγιναν φανατικοί μαχητές του Ισλάμ. Υπάρχει πλήθος κινήτρων και αιτιών για τη ριζοσπαστικοποίηση.
Οι ερευνητές δεν καταλήγουν σε κάποιο κοινό προφίλ. Την ίδια στιγμή όμως ο Ρίντα Ραντάουι και οι συνάδελφοί του διαπιστώνουν ότι οι φυλακές στην Τυνησία είναι «φυτώριο» εξτρεμιστών και επικρίνουν την απουσία κυβερνητικού προγράμματος κατά της ριζοσπαστικοποίησης των κρατουμένων.
Ο Ουχαμπισμός απαρχή της ριζοσπατικοποίησης;
Στο Μαρόκο ο πρώην σαλφιστής Μοχάμεντ Ραφίκι, αποδίδει τη ροπή των νέων προς τον εξτρεμισμό, στον Ουαχαμπισμό, που ερμηνεύει σχεδόν κυριολεκτικά το Κοράνι, και θεωρείται το ιδεολογικό υπόβαθρο του Ισλαμικού Κράτους. Σύμφωνα με τον Μοχάμεντ Ραφίκι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 ο βασιλιάς Χασάν ο 2ος επιστράτευσε τον Ουαχαμπισμό για να αντιτάξει κάτι στους αριστερούς της χώρας που αμφισβητούσαν τη μοναρχία.
Μέσα σε λίγα χρόνια η υπερσυντηρητική ερμηνεία του Ισλάμ εδραιώθηκε. Όλα και περισσότεροι νέοι στρέφονταν στη βία. Ο θάνατος 40 ατόμων σε επίθεση 12 φανατικών στην Καζαμπλάνκα το 2003 αποτέλεσε σημείο καμπής για το Βασίλειο του Μαρόκου. Από τότε οι αρχές ελέγχουν αυστηρότερα τεμένη και ιμάμηδες και επενδύουν περισσότερα χρήματα στις υποβαθμισμένες συνοικίες των πόλεων.
Το 2015 ιδρύθηκε στο Μαρόκο η αντιτρομοκρατική υπηρεσία με την επωνυμία Κεντρική Υπηρεσίας Νομικών Ερευνών (BCIJ), η οποία εξάρθρωσε μέχρι σήμερα 46 τρομοκρατικούς πυρήνες. Ο επικεφαλής Αμπτελχάκ Κιάμε δηλώνει ότι τα τελευταία χρόνια περισσότεροι από 1.600 Μαροκινοί συμμετέχουν σε τζιχαντιστικές ομάδες του εξωτερικού και κυρίως το Ισλαμικό Κράτος: «Πρέπει να καταπολεμηθούν οι αιτίες της ριζοσπαστισμού. Και εδώ πρέπει να παίξουν ρόλο οι οικογένειες, τα σχολεία και η κοινωνία των πολιτών, διότι το ζήτημα αποτελεί πρόκληση για όλους μας».