Την προσθήκη λίγου νερού στο ουίσκι, καθώς έτσι γίνεται πιο γευστικό, συνιστά μία ομάδα Σουηδών ερευνητών, μετά από μελέτη για το δημοφιλές οινοπνευματώδες ποτό.
Προ της εμφιάλωσής του, το ουίσκι αραιώνεται με την προσθήκη νερού, ώστε να έχει περιεκτικότητα αλκοόλ περίπου 40% κατ' όγκο, μία προσθήκη που αλλάζει σημαντικά τη γεύση του.
Ορισμένοι φανατικοί φίλοι του ουίσκι συχνά το αραιώνουν κι άλλο προσθέτοντας λίγες σταγόνες νερού στο ποτήρι πριν το πιουν, καθώς -όπως υποστηρίζουν- έτσι αποκτά ακόμη πιο ωραία.
Αν και αρκετοί πότες δεν παρέχονται ότι το νερωμένο ουίσκι είναι πιο γευστικό, Σουηδοί ερευνητές με επικεφαλής τον χημικό Μπιορν Κάρλσον του Linnaeus University έρχονται να επιβεβαιώσουν πως τα μόρια του ουίσκι αντιδρούν με το νερό, με τη γεύση του να βελτιώνεται.
Οι επιστήμονες, σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευσή τους στο περιοδικό «Nature Scientific Reports», μελέτησαν με τη βοήθεια προσομοιώσεων σε υπολογιστή με ποιο τρόπο τα μόρια του ουίσκι αντιδρούν με το νερό.
Οι χημικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η προσθήκη νερού -σε σημείο που η περιεκτικότητα του ουίσκι να πέφτει στο 25% έως 27%- φαίνεται πως διευκολύνει τη συγκέντρωση στην επιφάνεια του ποτού των γευστικών ουσιών που βοηθούν το ουίσκι να απελευθερώνει ένα πλούσιο μίγμα αρωμάτων.
Άλλωστε, η βρετανική λέξη «ουίσκι» (whiskey) προέρχεται από την κελτική λέξη «uisge» που σημαίνει «νερό».
Πάντως άλλοι επιστήμονες -που μάλλον δεν συμπαθούν το νερωμένο ουίσκι- εμφανίσθηκαν επιφυλακτικοί για τα συμπεράσματα της νέας μελέτης.
Το ουίσκι παράγεται συνήθως από τη ζύμωση κριθαριού ή σίκαλης και ωριμάζει σε ξύλινα βαρέλια.
Παραγωγή ουίσκι έγινε για πρώτη φορά στην Ιρλανδία, πιθανότατα στα τέλη του 11ου αι., αλλά η πρώτη γραπτή αναφορά υπάρχει σε σκωτσέζικα αρχεία του 1494.
Στις αρχές του 18ου αιώνα άρχισε να παράγεται στον Καναδά και τις ΗΠΑ.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ