Τον πόλεμο στο Ιράκ επαίνεσε ο ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Ολμέρτ, την προηγούμενη εβδομάδα κατά την επίσκεψή του στο Λευκό Οίκο, λέγοντας ότι ο πόλεμος αυτός έφερε στη Μέση Ανατολή περισσότερη ασφάλεια και σταθερότητα.
Τόση συμπαράσταση είχε καιρό να δεχθεί ο αμερικανός πρόεδρος Τζόρτζ Μπους. Η παρουσία, όμως, του Ολμέρτ ήταν στην πραγματικότητα σαν ένα αδύναμο σφύριγμα στο δάσος, αφού ο ισραηλινός πρωθυπουργός διαισθάνεται ότι μια αλλαγή στρατηγικής στην Αμερική δεν θα περιοριστεί μόνο στο Ιράκ και πως η ισραηλινή πολιτική δεν μπορεί να παραμείνει η ίδια σε περίπτωση που η Ουάσιγκτον αλλάξει στάση.
Η επίγνωση αυτή δεν είναι νέα. Το ψήφισμα 1701 του ΟΗΕ, που σταμάτησε πρόσφατα τον πόλεμο στον Λίβανο, συμπεριλαμβάνει και μια τελευταία συμπληρωματική παράγραφο, που προστέθηκε διστακτικά την ύστατη στιγμή. Η παράγραφος αυτή έπρεπε να ήταν ουσιαστικά στην αρχή του ψηφίσματος, επειδή διατυπώνει την άποψη ότι υπάρχει ένα νήμα που ενώνει όλες τις αιματηρές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, και μπορεί να κοπεί σε περίπτωση που βρεθεί η αρχή του κόμπου.
Διπλωματικοί λόγοι στο Συμβούλιο Ασφαλείας φαίνεται να εμπόδισαν μια πιο σαφή διατύπωση στο εν λόγω ψήφισμα, πέρα από τη φράση «για την εδραίωση μιας ευρύτερης και διαρκούς ειρήνης στη Μέση Ανατολή». Πρόκειται για κάτι που ο βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ έχει ήδη πει, δηλαδή ότι «μια απάντηση στη φρίκη που επικρατεί στο Ιράκ, δεν μπορεί να αναζητηθεί μόνο στο Ιράκ». Οσο το μέλλον ενός παλαιστινιακού κράτους δεν αποσαφηνίζεται, η περιοχή θα βράζει από τον ριζοσπαστισμό που επικρατεί. Το ζητούμενο τώρα είναι κατά πόσο νέες διπλωματικές πρωτοβουλίες θα βοηθήσουν το Ιράκ. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά εγγύηση για κάτι τέτοιο. Οι παλιές στρατηγικές απέτυχαν. Και η στρατιωτική λύση δεν ισχύει πια, όπως έδειξαν τα πράγματα με το Ιράκ και τον Λίβανο. Ούτε για την Αμερική, ούτε όμως και για το Ισραήλ.
SUEDDEUTSCHE ZEITUNG