Ο αμερικανός πρόεδρος Τζόρτζ Μπους συναντήθηκε με τον ιρακινό πρωθυπουργό Νουρί αλ Μαλίκι, κατά την επίσκεψή του στην Ιορδανία http://www.naftemporiki.gr/news/static/06/11/30/1273317.htm . Το ταξίδι αυτό έπεται της σύντομης στάσης του αντιπροέδρου Ντίκ Τσένι στη Σαουδική Αραβία, το Σάββατο, όπου συνομίλησε με τον ηγέτη της χώρας για περιφερειακά θέματα. Η ασυνήθιστη διαδοχή των ταξιδιών αυτών φαίνεται να αντικατοπτρίζει την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να συσπειρώσει συμμάχους τη στιγμή που η Ουάσιγκτον δείχνει ότι σκέφτεται να αναθεωρήσει την πολιτική της στο Ιράκ. Μετά τη νίκη των Δημοκρατικών στις αμερικανικές εκλογές, η κυβέρνηση Μπους βρίσκεται υπό αυξανόμενη πίεση να προσεγγίσει το Ιράν και τη Συρία για βοήθεια στο θέμα Ιράκ.
Απ' ευθείας διαπραγματεύσεις με τη Συρία και το Ιράν προτείνει στην κυβέρνηση Μπους η διακομματική επιτροπή Μελετών για το Ιράκ, γράφουν οι «New York Times» http://www.naftemporiki.gr/news/static/06/11/27/1271850.htm , ενώ ο ιρανός πρόεδρος, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ δηλώνει έτοιμος να δείξει στις ΗΠΑ το μονοπάτι της σωτηρίας http://www.naftemporiki.gr/news/static/06/11/27/1271782.htm .
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η σταθερότητα στο Ιράκ και σε ολόκληρη την περιοχή απαιτεί την συνεργασία της Συρίας και κυρίως του Ιράν, καθώς και την επανέναρξη μιας ειλικρινούς ειρηνευτικής διαδικασίας στην περιοχή. Ομως οι ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι και οι Αραβες σύμμαχοί τους, δεν έχουν ακόμη αποφασίσει εάν θα προσεγγίσουν τη Συρία και το Ιράν. Το τίμημα για μια τέτοια προσέγγιση θα είναι η συμμετοχή τους στην επίλυση των προβλημάτων της περιοχής, σε περίπτωση, όμως, μη προσέγγισης, θα μετατραπούν σε αναπόσπαστο τμήμα του προβλήματος».(Financial Times)
«Εν μια νυκτί, η Συρία, μετά από 20 χρόνια, σύναψε διπλωματικές σχέσεις με το Ιράκ. Η κίνηση αυτή, όμως, δεν γίνεται για τις ΗΠΑ, απλώς, οι γειτονικές χώρες του Ιράκ διαπίστωσαν ότι διαμορφώνεται πολιτικά μια νέα κατάσταση, την οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν». (Tageszeitung)
Η κατάρρευση του Ιράκ, και ο πιθανός σχηματισμός ενός ισλαμιστικού κρατιδίου στο δυτικό του τμήμα, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Δαμασκού, αλλά της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Από την άλλη, «οι θρησκευτικοί ηγέτες του Ιράν δεν ήθελαν ποτέ μια λαϊκή δημοκρατία στο Ιράκ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υποκινούν τη βία σε αυτή τη χώρα για να κρατούν απασχολημένους τους Αμερικανούς. Θα ήταν πολύ καλύτερα για την Τεχεράνη να έχει στη Βαγδάτη μια φιλική σιιτική κυβέρνηση που θα μπορεί να πει στους Αμερικανούς να αποχωρήσουν.
Ο στόχος αυτός φάνηκε να επιτυγχάνεται τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν οι εκλογές έδωσαν τη νίκη σε σιιτικά θρησκευτικά κόμματα. Κι ύστερα ήρθε η Σαμάρα, προπύργιο για τους Σιίτες, η 11η Σεπτεμβρίου του Ιράκ, που μετέβαλε ριζικά το κλίμα. Οι Σιίτες προχώρησαν σε αντίποινα στις σουνιτικές γειτονιές, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε αντίποινα εναντίον των Σιιτών.
Τι μπορεί να προσφέρει τώρα το Ιράν στους ιρακινούς του φίλους;
Οι επαφές του Ιράν με τους ηγέτες των κυριοτέρων ενόπλων οργανώσεων δείχνουν ότι ασκεί επιρροή, όμως αυτή δεν μπορεί πια να σταματήσει τη δράση των συμμοριών στους δρόμους». (The Guardian)