Από την έντυπη έκδοση
Του Δ.Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Τι μπορεί να κινητοποιήσει 3.000 ανθρώπους και -σε συνθήκες αφόρητου καύσωνα- να τους οδηγήσει να συμμετάσχουν σε μια πολιτική διαδικασία, πέρα από τη νοσταλγία και την ανάμνηση ενός παρελθόντος κλέους;
Το Συνέδριο της «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» (ΔΗΣΥ) δεν ήταν μια σπονδή στη μνήμη, αν και πολλοί από τους τρεις χιλιάδες συνέδρους έχουν να διηγηθούν ιστορίες πολιτικής δράσης, οι οποίες υπήρξαν πηγή υπερηφάνειας κι έμπνευσης σε χρόνια που η πολιτική ένταξη και στράτευση νοηματοδοτούσαν τη ζωή τους.
Σε μια εποχή υποχώρησης κι απαξίωσης του πολιτικού φαινομένου -ελάχιστοι αντιστέκονται στον πειρασμό της απόρριψης και συνολικής καταδίκης πολιτικών και πολιτικής-, με τη «λαϊκή σχολιογραφία» στα social media να διαχέει δηλητηριώδεις δόσεις απολιτικού ανορθολογισμού ή να κατατρύχεται, στην καλύτερη περίπτωση, από εμμονική προσήλωση-προσκόλληση σε προσωπικές, και ιδιοτελείς, ατζέντες επιφανών ή κατά φαντασία σπουδαίων ανδρών και γυναικών της «επαγγελματικής πολιτικής», η συνάθροιση στο ΣΕΦ έστειλε ένα παρήγορο και ενθαρρυντικό μήνυμα.
Η πολιτική παραμένει, ακόμη και σ’ αυτούς τους καιρούς της εγωιστικής ιδιώτευσης, ως μόνη και ύψιστη δυνατότητα ενασχόλησης με την πραγματική ζωή και επιλογή θεραπείας υπαρκτών προβλημάτων, που απασχολούν τους πολλούς, ανοίγοντας νέες λεωφόρους για ένα καλύτερο αύριο.
Η μέθεξη αυτή, όταν πολύ περισσότερο δεν υπόσχεται άμεση εξαργύρωση στα κρατικο-κομματικά ταμεία, αποκαθιστά την πολιτική στη συνείδηση των πολιτών και της προσδίδει το ηθικό περιεχόμενό της, χωρίς το οποίο είναι καταδικασμένη να σέρνεται στα κράσπεδα του χυδαίου κομματισμού.
Σε αυτά τα οκτώ χρόνια της κρίσης, καταστράφηκαν πολλές βεβαιότητες, ζωές λεηλατήθηκαν, απόψεις αναθεωρήθηκαν, σχέδια κι όνειρα πυρπολήθηκαν και η πατρίδα έπαυσε να είναι πηγή υπερηφάνειας, όταν με το χέρι διαρκώς απλωμένο ζητιανεύει τις δόσεις που θα την κρατήσουν «πάνω από το νερό».
Το Συνέδριο της «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας πορείας συνολικής ανάταξης της χώρας και των πολιτών της, υπό την προϋπόθεση της συνάντησης «του ενιαίου κεντροαριστερού χώρου της σοσιαλδημοκρατίας, του μεταρρυθμιστικού κέντρου και της οικολογίας» με τους πολλούς. Με αυτούς που υπομένουν στωικά ένα ανυπόφορο παρόν και συνεπείς στις υποχρεώσεις τους αντιπαρέρχονται τη δυσανεξία μιας πεφυσιωμένης ελίτ, που έχει μάθει να στοχάζεται τα προβλήματα των πολιτών από την ασφάλεια της θέσης της.