Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Το 2015 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η χρονιά του προσφυγικού. Ιστορίες τραγικές, όπως του μικρού Αϊλάν, ιστορίες απίστευτου θάρρους και ελπίδας, όπως της Γιούσρα Μαρντίνι. Εικόνες ντροπής σε απέραντους καταυλισμούς, όπως το Καλέ και η Ειδομένη. Δύο χρόνια μετά το θέμα των προσφύγων έπαψε πλέον να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν σταματήσει οι ροές προς την Ευρώπη. Αντιθέτως, συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό και η Μεσόγειος συνεχίζει να αποτελεί «υγρό τάφο» για πολλούς αθώους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φρίκη του πολέμου. Η διαχείριση των προσφύγων συνεχίζει να αποτελεί ένα θέμα που διχάζει βαθιά τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ανατολικά κράτη όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία να αρνούνται πεισματικά να δεχθούν περισσότερους αιτούντες άσυλο, ώστε να ανακουφίσουν την Ελλάδα και την Ιταλία που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του προσφυγικού, έχοντας υποδεχθεί το μεγαλύτερο όγκο του 1,7 εκατ. προσφύγων και μεταναστών που έχουν φθάσει στην Ε.Ε. από το 2014.
Παρά τις πολιτικές πιέσεις και τις εκκλήσεις για μεγαλύτερη αλληλεγγύη, η ομάδα του Βίζεγκραντ τήρησε ενιαίο και σκληρό μέτωπο στο ζήτημα του προσφυγικού, βαθαίνοντας το ρήγμα στους κόλπους της Ευρώπης, σε μια εποχή που χρειάζεται την ενότητα περισσότερο από ποτέ, ώστε να αντιμετωπίσει προκλήσεις όπως το Brexit και η τρομοκρατία.
Με ηγέτες, όπως ο Ούγγρος Βίκτορ Ορμπάν που υποστηρίζει ανοικτά ότι αδιαφορεί για το ευρωπαϊκό δίκαιο και δεν διστάζει να υψώσει ακόμη και ηλεκτροφόρο φράχτη στα σύνορα, η προοπτική ενός ενιαίου συστήματος ασύλου φαντάζει πολύ μακρινή. Και γι’ αυτό η Ευρώπη, αντί να κάνει αποφασιστικά βήματα προς την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, επιλέγει να κρύψει αυτό το πρόβλημα κάτω από το χαλί, ώστε να αποφύγει ακόμη ένα ρήγμα που θα μπορούσε να απειλήσει την εύθραυστη Ένωση.
«Δεν είναι αυτή η Ευρώπη στην οποία θα ήθελα να ζω» δήλωνε προ διετίας ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, φέρνοντας ως παράδειγμα αλληλεγγύης τον φούρναρη από την Κω. Μπορεί να μην είναι η Ευρώπη που θέλουμε, παραμένει όμως το σπίτι περισσότερων από 500 εκατ. πολιτών και λιμάνι ειρήνης και σταθερότητας, σε έναν κόσμο όπου 65,6 εκατ. συνάνθρωποί μας αναζητούν νέες πατρίδες.