Toυ Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Στο Λουξεμβούργο επιβεβαιώθηκε το βασικό σενάριο· το ΔΝΤ θα συνεχίσει να συμμετέχει ενεργά στο πρόγραμμα, ωστόσο, θα εκταμιεύσει ξανά χρήματα το 2018, αν και εφόσον θα έχει μεσολαβήσει η ποσοτικοποίηση των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων για το χρέος.
Στην πραγματικότητα, το Eurogroup «επαναβεβαίωσε τις δεσμεύσεις και τις αρχές που περιλήφθηκαν στη δήλωση του Μαΐου 2016» σε ό,τι αφορά την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο πρωθυπουργός δεν θα φορέσει γραβάτα. Επίσης, όπως φαίνεται, το αποτέλεσμα δεν είναι αρκετό για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, σε αυτήν τη φάση.
Παράλληλα, έγινε σαφές ότι η Ελλάδα οφείλει να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ επί πέντε χρόνια, από το 2018 έως το 2022. Στη συνέχεια, από το 2023, ο στόχος θα μειωθεί σαφώς· «ίσος ή άνω αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ». Δεν θα ήταν άλλωστε δυνατή η επίτευξη τόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων σε ορίζοντα δεκαετίας, όπως αρχικά προέβλεπε ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της Ευρωζώνης, ως μέσο πίεσης προς το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα για την υλοποίηση του προγράμματος.
Ως προς τη ρήτρα ανάπτυξης στα πρότυπα της γαλλικής πρότασης, δηλαδή τη σύνδεση του ρυθμού αποπληρωμής του χρέους με τον ρυθμό αύξησης -ή μείωσης- του ΑΕΠ, είναι θετική εξέλιξη που παρουσιάζει ενδιαφέρον, ωστόσο, παραπέμπεται και αυτή στο μέλλον.
Ενθαρρυντικό είναι το ύψος του τελικού ποσού της δανειακής δόσης προς την Ελλάδα, στο πλαίσιο της β’ αξιολόγησης του προγράμματος, καθώς εκτός από τα 6,9 δις που απαιτούνται για την επόμενη αποπληρωμή χρέους, θα εκταμιευτούν 1,6 δις επιπλέον για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, εξέλιξη με άμεσο αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία.
Παρά τους υψηλούς τόνους τους οποίους τήρησε όλο το προηγούμενο διάστημα, το Μαξίμου εγκατέλειψε ιδέες όπως η άσκοπη παράταση της ήδη μακράς αβεβαιότητας, μέσω μιας παραπομπής της ελληνικής υπόθεσης στη Σύνοδο Κορυφής, μια κίνηση η οποία θα ήταν συγχρόνως παρακινδυνευμένη, ενόψει της υψηλής δανειακής υποχρέωσης ύψους 7 δις τον Ιούλιο.
Έστω με μεγάλη καθυστέρηση -η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε έναν χρόνο μετά το αρχικό χρονοδιάγραμμα- η κυβέρνηση πήρε την τελευταία στιγμή αυτό που εδώ και καιρό βρισκόταν στο τραπέζι, χωρίς να καρπωθεί, η ίδια και η οικονομία, τα οφέλη που θα είχε μια συνεπής, γρήγορη και σταθερή διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων.
Στο μεταξύ, η ζωή συνεχίζεται. Έννοιες όπως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η ανταγωνιστικότητα, η παραγωγή και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αναζητούν ιδιοκτησία στη χώρα του «παρά πέντε».