Των Γιάννη Κωνσταντινίδη και Βένης Μουζακιάρη*
Έντεκα μήνες πριν, την για πολλούς απροσδόκητη επικράτηση της επιλογής εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο δημοψήφισμα της 26ης Ιουνίου 2016 ακολούθησαν παθιασμένες διαδηλώσεις των υποστηρικτών της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και πλήθος αναλύσεων σε που εστίαζαν στη σημασία του αναλογικά υψηλότερου ποσοστού αποχής των υποστηρικτών της παραμονής, στοιχείο που εμμέσως έθετε θέμα δυσαρμονίας μεταξύ του αποτελέσματος και της πραγματικής βούλησης του βρετανικού λαού. Στη βάση των εκτιμήσεων αυτών, η νέα κυβέρνηση υπό την Theresa May θα κινείτο νωχελικά και αβέβαια στον δρόμο των διαπραγματεύσεων για την έξοδο, ενώ ο επόμενος εκλογικός σταθμός –οι βουλευτικές εκλογές οποτεδήποτε αυτές γίνονταν– θα έπαιρναν τη μορφή ενός δεύτερου γύρου μεταξύ των υποστηρικτών της εξόδου και εκείνων της παραμονής, καθώς οι δεύτεροι θα επεδίωκαν μια ανατροπή των δεδομένων μέσω της ψήφου ανατροπής της κυβέρνησης των Συντηρητικών. Καμία από τις δύο προβλέψεις δε φαίνεται να επαληθεύεται από τα δημοσκοπικά δεδομένα δύο εβδομάδες πριν από τις κάλπες: η Theresa May προχωρά με γοργά βήματα προς την έξοδο και οι Συντηρητικοί εξασφαλίζουν σημαντικά κέρδη ως προς τα ποσοστά ψήφων και εδρών του επόμενου κοινοβουλίου. Πώς εξηγείται αυτή η αστοχία;
Το κλειδί της ερμηνείας βρίσκεται στο διαχωρισμό του «στρατοπέδου της παραμονής» σε δύο υπό-ομάδες: σε εκείνους που επιθυμούν επιμένουν στην επιλογή τους και σθεναρά υποστηρίζουν την ανάγκη ανατροπής του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και σε εκείνους που παρότι δεν έχουν μετανιώσει για την επιλογή τους, εκτιμούν ότι η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει στην εφαρμογή της εκπεφρασμένης βούλησης του λαού. Οι τελευταίοι βλέπουν στο πρόσωπο της May έναν ικανό διαπραγματευτή που σέβεται τη λαϊκή εξουσιοδότηση, ιδιότητα κεντρική για την αξιολόγηση της πολιτικής εξουσίας στη βρετανική περίπτωση. Πειθαρχώντας στο αποτέλεσμα της κάλπης του δημοψηφίσματος, ένα μεγάλο τμήμα των υποστηρικτών της παραμονής στρέφονται τώρα προς τους Συντηρητικούς στη βάση του κριτηρίου της αποτελεσματικότητας της ηγεσίας κατά τις διαπραγματεύσεις για την έξοδο της χώρας από την Ένωση. Με άλλα λόγια, η κάλπη των βουλευτικών εκλογών δεν είναι ένας δεύτερος γύρος του περυσινού δημοψηφίσματος, όπως είχε προβλεφθεί, αλλά μια διαδικασία αξιολόγησης της δυνατότητας των κομμάτων να προχωρήσουν γρήγορα και αποτελεσματικά με την τελεσίδικη απόφαση εξόδου.
Η διχοτόμηση του «στρατοπέδου της παραμονής» μεταξύ εκείνων που επιμένουν στην ανατροπή της απόφασης εξόδου (περίπου το 22% του συνολικού εκλογικού σώματος) και εκείνους που, παρότι επιμένουν ότι η Βρετανία πρέπει να παραμείνει στην Ευρώπη, σέβονται την απόφαση εξόδου (επίσης περίπου το 23% του συνολικού εκλογικού σώματος) ευνοεί τους Συντηρητικούς, καθώς στην ουσία διογκώνει τη δεξαμενή δυνητικών ψηφοφόρων του κόμματος σχεδόν στα ¾ του σώματος (52% ήταν εκείνοι που υποστήριξαν την έξοδο στο δημοψήφισμα του 2016 στους οποίους τώρα προσθέτονται και οι «πειθαρχημένοι» εκείνοι που δηλώνουν ότι επιθυμούν να προχωρήσει η έξοδος σεβόμενοι το αποτέλεσμα). Οι Συντηρητικοί αλιεύουν ψήφους μόνοι τους από μια μεγάλη δεξαμενή, ενώ την ίδια στιγμή τα κόμματα της αντιπολίτευσης –τόσο οι Εργατικοί, όσο και τα δύο μικρότερα κόμματα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και των Πρασίνων– συνωστίζονται στην κυριολεξία προκειμένου να κερδίσουν τις λιγοστές ψήφους του εναπομεινάντων στο «στρατόπεδο της παραμονής». Μερικοί αριθμοί είναι ενδεικτικοί αυτής της υπεροχής των Συντηρητικών:
· τα ¾ των υποστηρικτών της εξόδου, πολλοί από τους οποίους είχαν ψηφίσει είτε το αντί-ευρωπαϊκό και αντί-μεταναστευτικό UKIP, αλλά και τους Εργατικούς κατά το παρελθόν, επιλέγουν τους Συντηρητικούς,
· το ½ των υποστηρικτών της παραμονής που όμως θέλουν να πειθαρχήσει η κυβέρνηση στη λαϊκή επιλογή της εξόδου, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τους Εργατικούς, επιλέγουν επίσης τους Συντηρητικούς,
· μόλις το ένα δέκατο των υποστηρικτών της παραμονής που συνεχίζουν να επιμένουν στην ανατροπή της απόφασης εξόδου και είχαν ψηφίσει στο παρελθόν Συντηρητικούς, δείχνουν τώρα πρόθυμοι να τους εγκαταλείψουν για χάρη κυρίως των Φιλελεύθερων Δημοκρατών που έχουν δείξει την πλέον καθαρή φίλο-ευρωπαϊκή στάση.
Παρότι διχασμένοι κατά την προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος και μετά από μια αιφνίδια παραίτηση του πρώην αρχηγού τους, του David Cameron, οι Συντηρητικοί μοιάζουν έτοιμοι να πετύχουν μια μεγάλη εκλογική νίκη. Η «βρετανική πειθαρχία» φαίνεται να ευθυγραμμίζει τους υποστηρικτές της παραμονής με τη στρατηγική μιας συγκροτημένης, αν και σκληρής, εξόδου που ακολουθεί η Theresa May. Αντιθέτως, η πρόταση των Εργατικών για μετριοπαθέστερες ρυθμίσεις αναφορικά με το προσεχές νέο διμερές status quo, όπως είναι η συνέχιση των εμπορικών σχέσεων, η ελεύθερη κυκλοφορία πολιτών, η διατήρηση του εργαζόμενου ευρωπαϊκού πληθυσμού στη Βρετανία και η αντίστοιχη του βρετανικού πληθυσμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκλαμβάνεται ως ένδειξη ασάφειας. Με παρόμοια συλλογιστική μπορεί να ερμηνευτεί και η ασθενική προεκλογική εικόνα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, των οποίων η πρόταση διεξαγωγής νέου δημοψηφίσματος, με το πέρας των διαπραγματεύσεων, με ερώτημα την αποδοχή του νέου διμερώς συμφωνηθέντος πλάνου δέχθηκε σωρεία κριτικής. Η σκληρότητα των θέσεων της May, τέλος, κατέστησε περιττό και το UKIP, το πλέον αντί-ευρωπαϊκό κόμμα, καθώς πολλοί παραδοσιακοί ψηφοφόροι του βρίσκουν ικανοποιητικούς τους χειρισμούς της τωρινής κυβέρνησης.
Το δημοψήφισμα του 2016 βρίσκεται στο επίκεντρο των επικείμενων βουλευτικών εκλογών στη Βρετανία. Δεν είναι όμως το ίδιο το περιεχόμενό του που αποτελεί το διακύβευμα των εκλογών, αλλά είναι η διαχείριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος που κεντρίζει τις εκλογικές αποφάσεις. Τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνουν να ξεχνιούνται προς όφελος μιας συζήτησης για τις δυνατότητες των ηγεσιών να κάνουν πράξη τις προτιμήσεις –καλές ή κακές– της πλειοψηφίας. Ένα εθνικό ζήτημα επισκιάζει τα κλασικά οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα στη δημόσια ατζέντα. Και σε ένα εθνικό ζήτημα, οι ενδιάμεσες πολιτικές τοποθετήσεις αμφισβητούνται ή και ενοχλούν.
*Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Διευθυντής του Ινστιτούτου «Π Τετράγωνο – Πρόοδος στην Πράξη» και η Βένη Μουζακιάρη είναι Υποψήφια Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας