«Μεγάλες αποστολές ισλαμιστών από τη Σαουδική Αραβία δραστηριοποιούνται στο Κοσσυφοπέδιο και προωθούν την ουαχαμπίτικη ερμηνεία του Ισλάμ, μέσα από τη διδασκαλία Σαουδαράβων ιεροκηρύκων», γράφει η γερμανική κυβέρνηση σε απάντησή της, μετά από σχετικό ερώτημα για τις σχέσεις Κοσσυφοπεδίου-Σαουδικής Αραβίας, το οποίο κατέθεσε η κοινοβουλευτική ομάδα της Αριστεράς. Εκτός από τη δράση των ιεροκηρύκων, στο Κοσσυφοπέδιο δραστηριοποιούνται επίσης «σε διαρκή βάση» Άραβες ιδιώτες επενδυτές, ΜΚΟ, αλλά και κρατικά και ημικρατικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τη βουλευτή της Αριστεράς Σεβίμ Νταγκντελέν, που υπέβαλε το σχετικό ερώτημα, το Κοσσυφοπέδιο τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε κέντρο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στα Βαλκάνια, κι αυτό κάτω από το βλέμμα της διεθνούς στρατιωτικής δύναμης KFOR, η οποία βρίσκεται στην περιοχή και στην οποία συμμετέχουν 700 Γερμανοί στρατιώτες.
Η ίδια υπογραμμίζει την ανάγκη η γερμανική κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα τα στοιχεία που γνωρίζει για τον αριθμό των ισλαμιστών μαχητών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, δεδομένου μάλιστα ότι στη Γερμανία ζουν περίπου 400.000 μετανάστες από την περιοχή αυτή.
Η εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους στη βαλκανική χερσόνησο
Το Κοσσυφοπέδιο έχει μόλις 2 εκατομμύρια κατοίκους. Από το 2012 μέχρι πέρυσι, περί τα 316 άτομα, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, άφησαν το Κοσσυφοπέδιο με σκοπό να ενταχθούν στην τρομοκρατική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος. Το λιγότερο 58 από αυτούς υπολογίζεται ότι είναι ήδη νεκροί, ενώ γύρω στους 120 ξαναγύρισαν πίσω, σημειώνει ο εκπρόσωπος τύπου του υπουργείου Εσωτερικών του Κοσσυφοπεδίου Μπακί Κελανί σε ερώτηση της Deutsche Welle.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κελανί αυτή την στιγμή εκκρεμούν κατηγορίες σε βάρος τουλάχιστον 240 ατόμων για οργάνωση και συμμετοχή σε τρομοκρατικές πράξεις, συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες εκτός Κοσσυφοπεδίου, στρατολόγηση, υποστήριξη και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Το 2013 συνελήφθησαν περίπου 130 κατηγορούμενοι. Οι αριθμοί αυτοί αποδεικνύουν ότι το ακραίο Ισλάμ σε μια χώρα κατά πλειοψηφία μουσουλμανική αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, διότι παρά την τεράστια διεθνή στήριξη για την αντιμετώπισή του, οι αρχές του Κοσσυφοπεδίου δεν έχουν καταφέρει ακόμα να θέσουν την κατάσταση υπό έλεγχο.
Ο λόγος είναι ότι πίσω από τους αριθμούς βρίσκονται δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα: φτώχια, ανεργία που αγγίζει το 40%, έλλειψη προοπτικής. Ως εκ τούτου αυξάνεται η οργή και πολλοί ωθούνται στον ενστερνισμό ακραίων μορφών του Ισλάμ που προηγουμένως δεν υπήρχαν στη χώρα.
Η μουσουλμανική ταυτότητα μεταβάλλεται
Σύμφωνα με στοιχεία ειδικών σε θέματα ασφάλειας, περίπου 50.000 Κοσοβάροι είναι σήμερα υποστηρικτές του συντηρητικού Ισλάμ. Η πλειοψηφία του πληθυσμού άλλωστε στο πιο πρόσφατα συσταθέν κράτος της Ευρώπης ασπάζονται το Ισλάμ. Αλβανοί, Ρομά, Τούρκοι, Βόσνιοι. Σήμερα, μπορεί να δει κανείς όλο και περισσότερες γυναίκες με μαντίλα σε αντίθεση με 15 χρόνια πριν, που κάτι τέτοιο αποτελούσε εξαίρεση. Ακόμα και οι γυναίκες που κυκλοφορούν με το πρόσωπό τους εντελώς καλυμμένο δεν αποτελούν σπάνιο φαινόμενο.
Μάλιστα το παραδοσιακό Ισλάμ με επιρροές από το μυστικιστικό πνεύμα του σουφισμού, όπως είναι γνωστό από την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σταδιακά αρχίζει να εκτοπίζεται και να επισκιάζεται από πιο αυστηρές μορφές του Ισλάμ, που φαίνεται να έχουν σαουδαραβική προέλευση.
Το καλοκαίρι του 2016 το Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών KIPRED δημοσίευσε έρευνα γύρω από την επιρροή της θρησκείας στην κοσοβαρική ταυτότητα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα της έρευνας, Λουλτσίμ Πεσί, το 57% των Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο αυτοπροσδιορίζονται ως «Αλβανοί μουσουλμανικού δόγματος» ενώ το 32% «αρχικά ως μουσουλμάνοι και έπειτα ως Αλβανοί».
Τζαμιά και ιεροκήρυκες εν μέσω οικονομικής ένδειας
Ο προσηλυτισμός των Αλβανών στο Ισλάμ ξεκίνησε σταδιακά μετά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου. Η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και άλλα ισλαμικά κράτη επένδυσαν μαζικά στην ανοικοδόμηση της χώρας και στην ανακατασκευή των κατεστραμμένων τζαμιών, απέστειλαν ιεροκήρυκες και στήριξαν οικονομικά τα φτωχά στρώματα. Σήμερα υπάρχουν στο Κοσσυφοπέδιο 742 τζαμιά, στα οποία προστίθενται πολλά άλλα κτήρια θρησκευτικού χαρακτήρα αλλά και σχολεία μελέτης του Κορανίου.
Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Άγκον Ντεμγιάχα, επί σειρά ετών η πολιτική ηγεσία ήταν αδιάφορη απέναντι σε όλες αυτές τις εξελίξεις. Επίσης και ο κοινωνιολόγος Σμαήλ Χασάν επιρρίπτει ευθύνες στο κακό εκπαιδευτικό σύστημα του Κοσσυφοπεδίου, το οποίο δεν κατάφερε να εμφυσήσει στους μαθητές την ιδέα μιας αυτόνομης ταυτότητας βασισμένης πάνω στη θρησκευτική ανεκτικότητα.
Πάντως άλλοι ειδικοί, όπως ο θεολόγος Μπεσά Ισμαΐλι εκτιμά ότι σε καμία περίπτωση η τρομοκρατία δεν θα πρέπει να συνδεθεί με το Ισλάμ εν γένει, υπενθυμίζοντας ότι στους κόλπους των απλών μουσουλμάνων πιστών του Κοσσυφοπεδίου εκλείπει ο εξτρεμισμός.
Από την πλευρά του, ο Φλόριαν Κεχαγιά, διευθυντής του Κέντρου Σπουδών για την Ασφάλεια (KCSS) στο Κοσσυφοπέδιο θεωρεί ότι το πρόβλημα του ισλαμικού εξτρεμισμού οφείλεται στην κακή οικονομική κατάσταση της χώρας και στις αδύναμες κοινωνικές δομές που συνοδεύονται από μια γενικότερη έλλειψη προοπτικής. Όπως επισημαίνει, όλες οι προσπάθειες για διαφωτισμό αναφορικά με τα ζητήματα πίστης πέφτουν στο κενό λόγω των δύσκολων κοινωνικών προβλημάτων.