Σοκάρει στην προανακριτική απολογία του ο κατηγορούμενος πατέρας της 6χρονης που ομολόγησε το φρικιαστικό έγκλημά του. Ο 60χρονος συνταξιούχος, που όπως είπε λόγω του προβλήματος της μικρής Στέλλας είχε πέσει σε κατάθλιψη και τα τελευταία τρία χρόνια έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή, περιέγραψε λεπτό προς λεπτό στους αστυνομικούς του τμήματος ανθρωποκτονιών πώς σκότωσε το ίδιο του το παιδί.
«Με το που γεννήθηκαν τα παιδιά εγώ και η γυναίκα μου κάναμε ένα τεράστιο λάθος. Το λάθος μας ήταν ότι εγώ ασχολούμουν αποκλειστικά με τον Μάριο και η γυναίκα μου με τη Στέλλα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να θέλει μόνο τη μαμά της και απέναντί μου να είναι επιθετική», φέρεται να είπε ο κατηγορούμενος και πρόσθεσε περιγράφοντας την κατ’ ομολογίαν δολοφονία:
«Εκείνο το βράδυ μόλις φτάσαμε σπίτι της είπα ότι πρέπει να την κάνω μπάνιο. Πήρα τα χάπια μου και ήπια ένα ποτήρι κρασί. Παρακάλεσα πάλι την Στέλλα να την κάνω μπάνιο. Εκείνη εξακολουθούσε να μην θέλει, γιατί ήθελε τη μαμά της. Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά. Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκε και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών».
Στη συνέχεια, φέρεται να είπε στους αστυνομικούς ότι όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα η μικρή Στέλλα την έβαλε σε μία από αυτές τις σακούλες, η οποία έκλεινε στα πόδια της και μετά σκέφτηκε να «σκηνοθετήσω το χώρο για να φαίνεται ότι κάποιος έκανε ληστεία. Ξέχασα να σας πω ότι στις σακούλες σκουπιδιών που έβαλα την Στέλλα έβαλα και μία κόκκινη κουβερτούλα που πήρα από το κρεβάτι της, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω.».
Λίγο αργότερα, ο κατηγορούμενος πήρε τις σακούλες, όπως φέρεται να είπε, και τη μία που είχε τη Στέλλα την πέταξε σε έναν κάδο απορριμμάτων και τη δεύτερη με τα κοσμήματα της γυναίκας του, την πέταξε σε έναν άλλον. «Μετά πήγα στο κρεβάτι μου, όπου λόγω του κρασιού και των χαπιών που είχα πάρει με πήρε ο ύπνος. Το πρωί στις 7 παρά τέταρτο ξύπνησα και πήρα τηλέφωνο το ΑΤ Αγίας Βαρβάρας και είπα ότι κάποιοι άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι μου.».
naftemporiki.gr