Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
H διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της α’ αξιολόγησης ουσιαστικά κράτησε έναν χρόνο. Επί τουλάχιστον οκτώ μήνες η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόταν τα μέτρα που θα έπρεπε να περάσει προκειμένου να καλυφθεί το υποτιθέμενο δημοσιονομικό κενό κατά την περίοδο 2016-2018. Πού καταλήξαμε; Στο περίφημο «1+1+1»: 1% του ΑΕΠ μέτρα από την αύξηση των έμμεσων φόρων, 1% του ΑΕΠ από την αύξηση των άμεσων φόρων και επιπλέον 1% από την περικοπή των συντάξεων (σ.σ.: κατάργηση ΕΚΑΣ, μείωση επικουρικών κ.λπ.). Μάλιστα, το πακέτο αποφασίστηκε να είναι εμπροσθοβαρές, με αποτέλεσμα τα περισσότερα πρόσθετα βάρη να φορτωθούν στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους αναδρομικά από την 1/1/2016.
Ο... επίλογος της ιστορίας γράφτηκε την Παρασκευή στις 12 το μεσημέρι, όταν ο πρόεδρος της Ελληνικής Αρχής ανακοίνωσε την εκτόξευση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,9% του ΑΕΠ. Δανειστές και ελληνική κυβέρνηση συμβιβάστηκαν τον Μάιο του 2016 στο να επιβληθεί ένα εμπροσθοβαρές πακέτο μέτρων της τάξης των 5 δισ. ευρώ, έτσι ώστε το πρωτογενές πλεόνασμα να κλείσει το 2016 τουλάχιστον στο 0,5% του ΑΕΠ και τελικώς αυτό εκτοξεύτηκε στο 3,9% του ΑΕΠ. Και τώρα ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη για το γεγονός ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι φορτώθηκαν με αχρείαστους φόρους ή περικοπές συντάξεων της τάξης των 6 δισ. ευρώ; Προφανώς η κυβέρνηση θα κατηγορήσει (στελέχη της το κάνουν ήδη και μάλιστα σε πολύ υψηλό επίπεδο) τους δανειστές ως τους αποκλειστικά υπεύθυνους και για την επιμονή στο να επιβληθούν νέα μέτρα, αλλά και στο να είναι το «πακέτο» εμπροσθοβαρές. Εμμέσως πλην σαφώς την ευθύνη ανέλαβε και ο ίδιος ο Πολ Τόμσεν, υποστηρίζοντας στην Ουάσιγκτον ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο οι δανειστές υποτίμησαν τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τις συνέπειες από την επιβολή των capital controls.
Όσο όμως κι αν η κυβέρνηση θέλει να μετατοπίζει το σύνολο των ευθυνών στους «κακούς δανειστές», το γεγονός είναι ότι και η ίδια δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Αυτά τα έξι δισ. ευρώ επιπλέον στο πλεόνασμα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το τίμημα της έλλειψης εμπιστοσύνης που κυριάρχησε στις σχέσεις των θεσμών με την Αθήνα, ειδικά μετά την «περήφανη διαπραγμάτευση» του α’ εξαμήνου του 2015. Αυτόν τον λογαριασμό ακόμη δεν τον έχουμε εξοφλήσει. Υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι ο εξαναγκασμός της κυβέρνησης να ψηφίσει από τώρα μέτρα για μετά το 2018 οφείλεται σε κάποιον άλλο παράγοντα πέρα από την έλλειψη εμπιστοσύνης;