Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η είσοδος της ανθρωπότητας στη μεταψυχροπολεμική εποχή βρίσκει την Ελλάδα εντελώς απροετοίμαστη οικονομικά και αποπροσανατολισμένη πνευματικά. Δίνοντας κάποτε μια ερμηνεία στα επιτεύγματά του, ο μέγας Ισαάκ Νεύτων είχε πει πως τα όσα είχε καταφέρει τα όφειλε στο γεγονός ότι «κατάφερε να σταθεί στις πλάτες γιγάντων». Είχε έτσι μπορέσει να δει πολύ πιο μακριά από άλλους συναδέλφους του και, κυρίως, να αντιληφθεί τη σημασία που είχε στον χρόνο το βάθος του τελευταίου.
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει από την παραπάνω παρατήρηση του Νεύτωνος είναι αν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να καταλάβουν και, κυρίως, να αντιληφθούν τι σημαίνει βάθος χρόνου. Παραφράζοντας τη νευτωνική ρήση, μπορούμε να πούμε ότι το ίδιο ισχύει για λαούς και για τους τόπους όπου κατοικούν, αναπαράγονται και αναπτύσσονται. Σε όσο πιο γερές πλάτες πατούν και όσο μακρύτερα μπορούν να δουν, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς.
Είναι, όμως, πάντα έτσι; Αν κρίνει κανείς από την ελληνική περίπτωση, η απάντηση είναι αρνητική. Απομένει ο μελετητής να αναζητήσει και να αναλύσει το γιατί. Και στο επίπεδο αυτό τα πράγματα περιπλέκονται, καθόσον οι υπό ανίχνευση παράγοντες είναι πολλοί και όχι πάντα ερμηνεύσιμοι με λογικά κριτήρια.
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Η κατά Μανκιούρ Όλσον εμπεριστατωμένη αναζήτηση της «ακμής και παρακμής των εθνών» κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Αποτελεί πάντως μία προσπάθεια που στην Ελλάδα, για λόγους αυτογνωσίας, θα πρέπει να γίνει σε βάθος παρελθόντος, ενεστώτος αλλά και μελλοντικού χρόνου. Μόνον έτσι οι αυριανές και μεθαυριανές γενιές θα μπορέσουν, αν θέλουν, να καταλάβουν και ενδεχομένως να αποφύγουν να επαναληφθεί η ιστορία -είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία.
Από την άποψη αυτή, θα συμφωνήσω με τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Yale στις ΗΠΑ, κ. Στάθη Ν. Καλύβα, όταν στο βιβλίο του «Καταστροφές και Θρίαμβοι» γράφει πως, ενώ θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τα πάντα για την Ιστορία μας, στην πραγματικότητα είτε γνωρίζουμε μεν πολλά αλλά στραβά, είτε τελικώς γνωρίζουμε πολύ λιγότερα από αυτά που νομίζουμε ότι ξέρουμε.
Στο πλαίσιο αυτού του τρόπου σκέψεως παρατηρώ, κυρίως ως δημοσιογράφος, ότι τα τελευταία 43 χρόνια η Ελλάδα έγινε δεκτή στην πιο δυνατή από οικονομικής πλευράς ευρωπαϊκή λέσχη, ούσα ταυτοχρόνως μέλος της πιο προηγμένης γεωπολιτικής και γεωοικονομικής συμμαχίας που ήταν και παραμένει το περίφημο ατλαντικό μόρφωμα. Από οικονομικής πλευράς, η Ατλαντική Συμμαχία αντιπροσωπεύει σήμερα το 45% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ), πραγματοποιεί περί τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεις ετησίως, καλύπτει το 40% του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, διαθέτει τα ισχυρότερα αποθεματικά νομίσματα στον κόσμο (δολάριο, ευρώ) και προσφέρει στους κατοίκους της τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα και συστήματα κοινωνικής προστασίας που έχουν ποτέ υπάρξει στην ανθρώπινη Ιστορία. Ακόμα, από τις χώρες μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας, που κατά περιόδους πρωτοπόρησαν στις τρεις βιομηχανικές επαναστάσεις του παρελθόντος, έχει ήδη ξεκινήσει και εξελίσσεται η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, αυτή της ψηφιακής τεχνολογίας, η οποία θα είναι και η κορυφαία εξέλιξη στο πέρασμα του 21ου αιώνα.
Παράλληλα, όμως, με το σημαντικό αυτό γεγονός, στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις του 21ου αιώνα και στον νέο υπό εκκόλαψη διεθνή καταμερισμό της εργασίας, η Ελλάδα είναι μέλος της λέσχης των πλουσίων, η οποία υπαγορεύει ακόμα κανόνες, θεσμούς και τρόπους λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας. Μία οικονομία, ωστόσο, στην οποία και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τον μισό πληθυσμό του πλανήτη, θέλουν να έχουν μερίδιο και μάλιστα καλό. Έτσι, η «μοιρασιά» είναι τώρα πολύ δυσκολότερη απ’ ό,τι ήταν πριν από 70 χρόνια και η χώρα μας είναι τυχερή που, για μία ακόμη φορά, βρίσκεται στην καλή και πιο δυνατή πλευρά.
Όπως βρέθηκε και το 1949, μετά τον θλιβερό και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος όμως σημάδεψε βαθιά το πνευματικό και κοινωνικό τοπίο μας, για το χειρότερο. Στο σημερινό περιβάλλον έτσι, αντί η Ελλάδα του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πυθαγόρα να έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό, οικονομικό και κοινωνικό παράδεισο της μεσογειακής Ευρώπης και όχι μόνον, βρίσκεται χρεοκοπημένη και με μηδενικό σχεδόν κύρος. Ακόμα χειρότερα δε, σέρνεται σε έναν ολισθηρό και ταχέως μεταλλασσόμενο κόσμο κυριολεκτικά ξυπόλητη στα αγκάθια. Πολύ φοβούμεθα δε ότι είναι και ανεπίδεκτη μαθήσεως. Γιατί έτσι θέλουν κάποιοι…