Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Α. Ιωάννου *
* Οικονομολόγος, συγγραφέας του «Ανατέμνοντας την κρίση», Εκδόσεις Παπαζήση, 2015.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής στάσης απέναντι στην κρίση είναι η πλήρης, σχεδόν αυτιστική, αδυναμία για μία ενδογενή, εθνική, αντίδραση. Προκύπτει φυσιολογικά από το πρώτο χαρακτηριστικό, δηλαδή από την κυριαρχία της παρασιτικής συνιστώσας της κοινωνίας μας, αλλά και την ταυτόχρονη συλλογική άρνηση να θεωρηθεί ο παρασιτισμός ως νοσηρό φαινόμενο.
Πρόκειται βεβαίως για κάτι εντελώς φυσιολογικό εάν σκεφθεί κανείς ότι επί δεκαετίες η πολιτική πρόταση που αναδεικνυόταν και υποστηριζόταν ήταν εκείνη που κατέτεινε στη δημιουργία του πελατειακού κράτους, στον παρασιτισμό και στη διαφθορά. Ως εκ τούτου η αναπόφευκτη νομοτέλεια της φυσικής επιλογής έχει επιφέρει την απονέκρωση όλων των λειτουργιών κοινωνικής αυτοσυντήρησης και τον πρόωρο μαρασμό όλων των πραγματικά προοδευτικών πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων που θα προσπαθούσαν να επικεντρώσουν την προσπάθεια της κοινωνίας στη δημιουργία και στην παραγωγή, σε δραστηριότητες δηλαδή που θα την καθιστούσαν αυτόνομη και αυτοδύναμη.
Αντίθετα, οι εκπρόσωποι του κυριαρχούντος παρασιτισμού καλλιέργησαν, κυρίως, μία ιδεολογία και διαθέτουν, κυρίως, μία δυνατότητα: να δημαγωγούν και να διαχειρίζονται παρασιτικά προνόμια, δηλαδή όσα καθιστούν την κοινωνία ετερόνομη και λειτουργικά εξαρτημένη από αλλότριες δυνάμεις. Συνεπώς, από τον ίδιο τον γενετικό προγραμματισμό τους, οι κυρίαρχες, ακόμη και σήμερα, πολιτικές δυνάμεις είναι παντελώς αδύνατον να παράγουν χρήσιμες ιδέες και να προτείνουν πραγματικές λύσεις για τα τρέχοντα προβλήματα της χώρας. Εργάστηκαν σκληρά στη διάρκεια δεκαετιών για να δημιουργήσουν τις παθογένειες που μας πνίγουν. Ακόμη και αν το ήθελαν δεν θα μπορούσαν τώρα να στραφούν ενάντια στη φύση τους επιδιδόμενες στην προσπάθεια κατάργησης του ίδιου του έργου τους.
Έτσι βιώνουμε το τραγικό, αλλά και φαιδρό συνάμα, φαινόμενο ενός λαού -του δικού μας- ο οποίος καταστρέφεται, πλην όμως δεν έχει καμιά ιδέα για το πώς θα σωθεί από την καταστροφή και πώς πρέπει να αντιδράσει στα όσα του συμβαίνουν. Βλέποντας παντού συνωμοσίες και μισώντας τους σωτήρες του, απλά κάθεται και παρακολουθεί τους ξένους σε ό,τι κελεύουν, και φυσικά βρίζει, καταριέται και εξεγείρεται σε οτιδήποτε του επιβάλλουν, και αυτό για τον απλό λόγο ότι δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει το γεγονός πως -όποιο νόμισμα και να διαθέτεις- δεν μπορείς να ζεις με περισσότερα από όσα δημιουργείς.
Άλλωστε ουδέποτε κάποιος «οργανικός διανοούμενος» ή πολιτικός ταγός του έκανε έστω και την παραμικρή μνεία περί τούτου. (Δεν το έκανε γιατί θα ήταν καταστροφικό για τη σταδιοδρομία του.) Η πιο γενναία πολιτικά και τολμηρή διανοητικά ενέργεια αυτών των τελευταίων είναι να ασκούν κριτική στους ξένους ότι απέτυχαν και ότι δεν έκαναν σωστές προβλέψεις! Τη στιγμή που οι ίδιοι δεν είχαν και δεν έχουν να προτείνουν απολύτως τίποτα ουσιαστικό για τη δική τους μοίρα και για τη μοίρα των παιδιών τους και της χώρας τους. Ενώ οι ελάχιστοι ιθαγενείς που προτείνουν συγκεκριμένα πράγματα, είτε αγνοούνται (ενίοτε και με τον καταφρονετικό σχολιασμό ότι τα όσα προτείνουν «δεν γίνονται γιατί είναι δύσκολα» - σε αντίθεση βεβαίως με τη συνεχιζόμενη κοινωνική κατάρρευση που, όπως φαίνεται, είναι πολύ εύκολη), είτε κατηγοριοποιούνται αυτομάτως στους γερμανοτσολιάδες.
Η κρίση, λοιπόν, συνεχίζεται για τους δύο παραπάνω λόγους. Πρώτον, διότι οι Έλληνες επιμένουν να επιχειρούν να ζήσουν με περισσότερα από όσα δημιουργούν, εις πείσμα κάθε λογικής και πραγματικότητας και, δεύτερον, διότι, εξαιτίας αυτής της επιμονής τους αναζητούν ξανά και ξανά (ακόμη και μετά τα Ζάππεια και τις Θεσσαλονίκες) τους νέους εκείνους πολιτικούς ταγούς που θα καταφέρουν τελικά να τους βοηθήσουν να υλοποιήσουν την επιθυμία τους.
Με τον τρόπο αυτό βεβαίως, σκιαμαχώντας με φανταστικές παγκόσμιες συνωμοσίες και διαπλανητικές επιβουλές, οι Έλληνες, σαν τους υπνωτισμένους τυφλούς στα πυκνά σκοτάδια της μαύρης νύχτας που περπατούν ανάμεσα στους γκρεμούς, ακραγγίζουν την καταστροφή τους. Ενώ θα έπρεπε να ζουν και να συμπεριφέρονται με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο: όχι για τον εαυτό τους αλλά για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, με όλες τους τις δυνάμεις και με κάθε μέσο, με ανιδιοτέλεια αλλά και με λογική, να προσπαθούν ανυποχώρητα να βρουν λύσεις για την προστασία του έθνους που παρέλαβαν άρτιο από τις προηγούμενες γενιές, και έτσι θα όφειλαν να το παραδώσουν και στις επόμενες.