«Πολύ κοντά» στο να βρεθεί ένα «σημείο ισορροπίας» για την επίτευξη τεχνικής συμφωνίας ακόμη και πριν τις 20 Μαρτίου βρίσκονται η κυβέρνηση και οι θεσμοί, όπως ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος, σημειώνοντας πάντως ότι παραμένει η επιφύλαξη των εργασιακών.
Μιλώντας στο ΣΚΑΪ ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι ως προς τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα υπάρχουν δυο μεγάλα θέματα: τα εργασιακά και η συζήτηση περί μέτρων και αντίμετρων. Στο τελευταίο σκέλος «υπάρχει η δυνατότητα συγκλίσεων» δήλωσε, προσθέτοντας πάντως πως εξακολουθεί να υπάρχει «η επιφύλαξη για τα εργασιακά».
Επισήμανε πάντως ότι υπάρχουν «υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές». «Από τη μία πλευρά η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής της πολιτικής, ώστε να μπορέσει να υπάρξει κοινό έδαφος και από την άλλη το ΔΝΤ έκανε πολύ μεγάλη υποχώρηση σε ότι αφορά το ζήτημα των αντίμετρων», είπε.
Ερωτηθείς εάν υπάρχουν διαφωνίες για την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν τα μέτρα που προτείνουν οι δανειστές και τα αντίμετρα που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, ο κ. Τζανακόπουλος δεν θέλησε να δώσει λεπτομέρειες για το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, είπε ωστόσο ότι υπάρχουν διαφορές στην πολιτική κατεύθυνση των μέτρων που θα συμφωνηθούν.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε ότι η ελληνική πλευρά συζητάει με τους εταίρους για μία συνολική συμφωνία και όχι για «μια σπασμένη συμφωνία», δηλαδή μια συμφωνία για την περίοδο έως το 2018, μία για το 2019 και μετά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και η συμφωνία για τα πρωτογενή πλεονάσματα. «Αν υπό την πίεση του χρόνου πούμε ‘να τελειώνουμε’ για να πετάξουμε το μπαλάκι για έξι μήνες μετά δεν θα έχουμε λύσει τίποτε» ανέφερε, προσθέτοντας ότι η ελληνική οικονομία ανάγκη από σταθερότητα.
Ερωτηθείς για το κλίμα αβεβαιότητας στην οικονομία, ο κ. Τζανακόπουλος καταλόγισε ευθύνες στο ΔΝΤ, αλλά και στην αξιωματική αντιπολίτευση. «Το ΔΝΤ ξεκίνησε τη συζήτηση με μια σειρά παράλογες απαιτήσεις» είπε, συμπληρώντας παράλληλα πως η Ν.Δ. «αντί να κάνει μία εποικοδομητική κριτική για την αξιολόγηση επέλεξε μία κριτική κινδυνολογίας και καταστροφολογίας».
Ανέφερε ακόμη ότι από την 1η Ιανουαρίου 2019 θα υπάρξει μια σειρά από αλλαγές στη φορολογία, που θα επιβαρύνει κάποιες κατηγορίες και θα ελαφρύνει κάποιες άλλες. Οι αλλαγές αυτές, όπως διευκρίνισε, θα έχουν μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο.
Για τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είπε πως πρόκεται για «προσωρινά στοιχεία» και πως «καλό θα ήταν να περιμένουμε να δουμε τα συνολικά στοιχεία». Διευκρίνισε πάντως ότι δεν επηρεάζεται ο στόχος του προγράμματος για το πρωτογενές πλεόνασμα. Ερωτηθείς εάν ο Πρωθυπουργός γνώριζε τα στοιχεία, απάντησε πως «η ΕΛΣΤΑΤ είναι ανεξάρτητη Αρχή, η οποία ανακοινώνει τα αποτελέσματά της, χωρίς να συζητά με την ελληνική κυβέρνηση» ενώ σε ερώτηση εάν γνώριζε για τα στοιχεία ο ΥΠΟΙΚ ανέφερε: «Να ρωτήσετε τον υπουργό Οικονομικών. Δεν το ξέρω εγώ αυτό».
Κληθείς να σχολιάσει τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας με τις οποίες άφησε για πρώτη φορά «παράθυρο» για τη μείωση των πλεονασμάτων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι «κάθε μετατόπιση της Γερμανίας από θέσεις που είναι μη ρεαλιστικές, αξιολογείται ως θετική» αλλά «απομένει να δούμε την τελική κατάληξη».
Για το ασφαλιστικό και ειδικότερα για τους εργαζόμενους με μπλοκάκι -που αντιμετωπίζονται σαν ελεύθεροι επαγγελματίες ενώ είναι μισθωτοί- διαβεβαίωσε ότι «η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει τον καλύτερο τρόπο για την επίλυση του προβλήματος, και να προχωρήσει στις αναγκαίες διορθώσεις».
Για τις μειώσεις στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης για υπουργούς και βουλευτές ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε ότι «πρέπει να βλέπουμε τη συνολική επιβάρυνση που υπάρχει για τα πολιτικά πρόσωπα», συμπληρώνοντας πως πρόθεση της κυβέρνησης είναι να αλλάξει συνολικά η φορολόγηση των βουλευτών, ώστε να φορολούνται όπως όλοι οι πολίτες.
Σε ερώτηση τέλος αναφορικά με δημοσίευμα σύμφωνα με το οποίο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ φέρεται να ενέκρινε αύξηση του εφάπαξ του ο κ. Τζανακόπουλος είπε πως δεν έχει προλάβει να «ψάξει» το θέμα, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο πως «δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχθεί η κυβέρνηση, ειδικά σε μία περίοδο που η κοινωνία βιώνει δύσκολες καταστάσεις, τέτοιου είδους συμπεριφορές».