Ο Ιάπωνας καλτ σκηνοθέτης Σεϊτζούν Σουζούκι, ο οποίος επηρέασε πολλούς κινηματογραφιστές διεθνώς μεταξύ των οποίων ο Κουέντιν Ταραντίνο και ο Ντάμιεν Σαζέλ, πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 93 ετών.
Από τις αρχές του 1956, ο Σεϊτζούν Σουζούκι γύριζε επί δώδεκα χρόνια ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού (B moovies) στην κινηματογραφική εταιρεία Nikkatsu, με μοναδική αίσθηση του χρώματος που οι οπαδοί του αποκάλεσαν Seijun bigaku (αισθητική του Σεϊτζούν).
Σύμφωνα με τον εκδοτικό οίκο Kinema-Jumposha, που εκδίδει βιβλία και περιοδικά για τον κινηματογράφο, ο Σουζούκι απολύθηκε το 1968, όταν ο εργοδότης του χαρακτήρισε τα έργα του «ακατανόητα» μετά την κυκλοφορία της ταινίας «Γεννημένος δολοφόνος» (Branded to kill). Η υπόθεση οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη και ο σκηνοθέτης σταμάτησε να γυρίζει ταινίες για μια δεκαετία.
Αυτός ο σπεσιαλίστας στο θρίλερ, με τα μακριά μαλλιά και το λευκό γενάκι, έδειχνε μια «υπερβολική προτίμηση στην πρόκληση», έγραφε στα 1997 το περιοδικό Les Cahiers du Cinéma με την ευκαιρία μιας ρετροσπεκτίβας για τον ιαπωνικό κινηματογράφο στη Γαλλία. Πόλεμος συμμοριών, πόρνες και «περιθωριακοί εχθρικοί στις συμβάσεις και στο καλό γούστο» κατοικούν στις ταινίες του.
Επανήλθε στην έβδομη τέχνη το 1977, αλλά η πραγματική επιστροφή του έγινε το 1980 με το «Zigeunerweisen» (Τσιγγάνικη μελωδία), που τιμήθηκε με εύφημο μνεία στο διεθνές Φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου.
Η τελευταία ταινία του, «Operetta Tanukigoten» (Βασίλισσα ρακούν), προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στις Κάννες το 2005, μια εκπληκτική μουσική φαντασία, μια ολόφρεσκη και εφευρετική οπερέτα όπου πρωταγωνιστεί η διάσημη Κινέζα ηθοποιός Ζανγκ Ζιγί.
Η μεγαλοφυΐα του αναγνωρίστηκε από μεγάλους σκηνοθέτες όπως οι: Κουέντιν Ταραντίνο, Τζιμ Τζάρμους, Γουόνγκ Καρ-Γουάι και Τακέσι Κιτάνο.
Πρόσφατα ο Ντάμιεν Σαζέλ, διερχόμενος από το Τόκιο για την προώθηση της μουσικής κωμωδίας του «La La Land», χαιρέτησε τον δάσκαλο. «Έχω εμπνευστεί λίγο από τον "Αλήτη του Τόκιο" του Σεϊτζούν Σουζούκι», μια ταινία για τη Γιακούζα (ιαπωνική μαφία) της δεκαετίας του 1960, «πρόκειται για ένα είδος κρυφού φόρου τιμής» είχε πει.
«Τα πολύ μεγάλα πλάνα αυτής της ταινίας και τα πολύ ποπ χρώματά της θυμίζουν μια μουσική κωμωδία με ρεβόλβερ», σημείωσε ο Σαζέλ.