Αναδρομική μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Journal of the American College of Surgeons» και η οποία έγινε από τους επιστήμονες της Cleveland Clinic, διαπίστωσε ότι οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται με μεγάλους πολύποδες υποβάλλοντε σε περιττές εκτομές του παχέος εντέρου, καθώς στην πλειονότητά τους δεν είναι κακοήθεις.
Η ομάδα του ερευνητή Emre Gorgun εξέτασε στοιχεία από τους ιατρικούς φακέλους 439 ασθενών που υποβλήθηκαν σε κολεκτομή για ενδοσκοπικά ανεγχείρητους πολύποδες του παχέος εντέρου στην Cleveland Clinic κατά την περίοδο 1997-2012. Οι μισοί απ’ αυτούς (50,1%) ήταν άνδρες ηλικίας από 27 έως 97 ετών, με μέση ηλικία τα 67 έτη.
Από τους 439 ασθενείς, οι 346 (79%) υποβλήθηκαν σε προεγχειρητική ενδοσκόπηση στην κλινική.
Να σημειωθεί ότι οι ερευνητές συμπεριέλαβαν στη μελέτη τους μόνο ασθενείς με πολύποδες που δεν είχαν διαγνωστεί ως κακοήθεις πριν την επέμβαση, εξαιρώντας εκείνους που διαπιστωμένα είχαν κακοήθεις πολύποδες, αλλά και όλους τους ασθενείς που υπέφεραν είτε από κληρονομικό σύνδρομο πολυποδίασης, είτε από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, είτε είχαν άλλα νοσήματα για τη θεραπεία των οποίων απαιτούνταν χειρουργική επέμβαση.
Συγκεκριμένα, οι 349 από τους 439 ασθενείς είχαν πολύποδες στο δεξί κόλον ένα ποσοστό δηλαδή 89,7%, με την πλειοψηφία στο τυφλό έντερο δηλαδή 199 από τους 394, ποσοστό 45,3%. Όσον αφορά τη μορφολογία τους το 57,4% ήταν άμισχοι, το 24,8% έμμισχοι, και το 17,8% επίπεδοι. Η ενδοσκόπηση αποκάλυψε δυσπλασία υψηλού βαθμού σε 88 ασθενείς (20%). Ενώ, όσον αφορά στα μεγέθη ο μέσος όρος, όπως μετρήθηκε κατά την κολονοσκόπηση και μετεγχειρητικά, ήταν 3,0 cm (εύρος από 0,3 έως 10 cm) και 2,7 cm (εύρος 0 έως 11 cm), αντίστοιχα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μόνο οι 37 ασθενείς είχαν καρκίνο, ποσοστό μόλις 8,4%.
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Emre Gorgun, MD, FACS, FASCRS, χειρουργός στο Τμήμα Χειρουργικής του Παχέος Εντέρου της Cleveland Clinic, τις περισσότερες φορές τα κριτήρια των θεραπόντων ιατρών για την εκτέλεση της εκτομής είναι υποκειμενικά και δεν οφείλονται στη βεβαιότητα περί καρκίνου.
Σύμφωνα με τον Δρ. Gorgun, η μελέτη τους βοήθησε να διευρύνουν τις γνώσεις τους, καθώς, όπως είπε, είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού αποκάλυψε ότι ένα ποσοστό 92% των ασθενών υποβλήθηκε σε κολεκτομή για μεγάλο πολύποδα παρότι τελικά αυτός ήταν καλοήθης. Ποσοστό μάλιστα 18,9% βίωσε επιπλοκές εντός του μήνα μετά την εγχείρηση, με συχνότερες τον ειλεό και τη λοίμωξη του τραύματος, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αφού δεν υπήρχε αναγκαιότητα εκτομής.
Όπως ανέφερε ο Δρ Gorgun, τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν οι επιστήμονες πρέπει να αλλάξουν τη χειρουργική προσέγγισή τους για να διασφαλίσουν ότι θα παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες σε κάθε ασθενή. Για παράδειγμα, σε έναν ασθενή με ενδοσκοπικά μη αφαιρέσιμο ορθοκολικό πολύποδα που μοιάζει καλοήθης, είναι συνήθως ασφαλής για την αφαίρεσή του μια πιο συντηρητική προσέγγιση, που θα διασώσει το όργανο. Γι' αυτό οι χειρουργοί πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο επιλογής κάποιας προηγμένης ενδοσκοπικής τεχνικής ή μιας λαπαροσκοπικά υποβοηθούμενης προσέγγισης εάν δεν υπάρχει υψηλή υποψία για καρκίνο. Ενώ όταν απαιτείται εκτομή του παχέος εντέρου, θα πρέπει να πραγματοποιείται εφαρμόζοντας τις ογκολογικές αρχές και τεχνικές.
Αναλύοντας τη μελέτη αυτή, ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος σημείωσε ότι είναι τελικά πολύ χαμηλότερη από την αναμενόμενη η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου σε ασθενείς με μεγάλους πολύποδες από ό,τι θεωρείτο μέχρι σήμερα.