Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Συνέπεσε -με αφορμή διοργάνωση του Ινστιτούτου Ρόζα Λούξεμπουργκ- να συναντηθούμε με δύο Γερμανούς πολιτικούς από το κόμμα της Αριστεράς/Die Linke, με ειδικό ενδιαφέρον στα οικονομικά - δημοσιονομικά. Τον Axel Troost, βουλευτή στο Bundestag και εκπρόσωπο του Die Linke στα δημοσιονομικά θέματα, και την Danielle Trochowski, υφυπουργό Οικονομικών στο Μαγδεμβούργο (όπου υπάρχει κυβέρνηση SPD/Σοσιαλδημοκρατών - Die Linke).
Από την κυλιόμενη αυτή συζήτηση, που βασικά ξεκίνησε με μια λογική «πώς μας βλέπουν» στη Γερμανία αλλά και πώς βλέπουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, προέκυψε μια ευρύτερη προβληματική που έπιασε συνολικά την εικόνα και την πορεία της Ευρώπης - προοπτικά.
Κομβική σημασία στην προσέγγισή τους, που δεν ήταν πάντως με τα στενά γυαλιά του δικού μας πολιτικού χώρου, είχε η απόσταση που υπάρχει από την κυρίως γερμανική ματιά μέχρις εκείνη των άλλων Ευρωπαίων. Για τον Alex Proost, «όλες οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης, συν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συν το ΔΝΤ βλέπουν πως η οικονομική πολιτική που πρέσβευε η Γερμανία τα 10 τελευταία χρόνια έχει καταλήξει να είναι παράγοντας μείωσης της συνοχής της Ευρώπης. Όλη η υπόθεση των πλεονασματικών εξαγωγών μας δημιουργεί προβλήματα στις άλλες χώρες της Ε.Ε.».
Όμως, το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται στο ότι παρόμοιες διαπιστώσεις δεν έχουν βρεθεί στην πρώτη γραμμή της συζήτησης στην ίδια τη Γερμανία: ούτε στον Τύπο, ούτε στην ευρύτερη δημόσια συζήτηση, ούτε καν στη Βουλή/το Bundestag ή και στην εξειδικευμένη Επιτροπή Προϋπολογισμού, όσο κι όπως θα περίμενε κανείς.
Η Danielle Trochowski προσπάθησε να μας εξηγήσει σε τι οφείλεται αυτό: «Η θεωρούμενη επιτυχία της γερμανικής οικονομικής πολιτικής πουλήθηκε ακριβώς ως αποτέλεσμα μιας λογικής της λιτότητας και της δημιουργίας πλεονασμάτων. Κι ας κοστίζει αυτό στη συνοχή της Ευρωζώνης. “Αν και οι άλλοι κάνουν τα ίδια μ’ εμάς, τότε θα έχουν τα ίδια αποτελέσματα” λέει αυτή η προσέγγιση. Μια πολιτική χαμηλών μισθών (στη Γερμανία) επί μία 10ετία και ως εκ τούτου το συνεχές πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο θεωρήθηκε ότι αποτελεί την πρότυπη συνταγή. Οπότε η κριτική, π.χ., των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ζήτημα των εμπορικών πλεονασμάτων δεν πέρασε. Κατέληξε να παρασιωπείται».
Ακόμη και από πλευράς όσων επιχειρούν πολιτικά -όπως οι Die Linke- να ανεβάσουν το θέμα, δεν «αποτολμάται» κριτική στη διαρθρωτική στρέβλωση που προξενούν τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, αλλά γίνεται κυρίως αναφορά στην περιορισμένη τόνωση της εσωτερικής αγοράς - που ως συνέπεια είχε την υστέρηση των εισαγωγών. Πάντως και οι συνδικαλιστές και εργοδοτικές οργανώσεις δεν προσεγγίζουν τα πράγματα με πολύ διαφορετικό τρόπο. Ενώ οι κυρίαρχες ισορροπίες του Μεγάλου Συνασπισμού CDU/SPD αυτό αποτυπώνουν.
Αν κανείς δεν την έχει κατά νουν αυτήν την κεντρική συνειδητοποίηση, τότε δύσκολα θα δει την άλλη απόσταση κατανόησης με την οποία έχει να κάνει η όποια ελληνική «συζήτηση» με τη γερμανική πολιτική τάξη, αλλά και με την εκεί κοινή γνώμη. Ζητήσαμε την άποψη των Τroost - Trochowski για το πόσο η ελληνική συζήτηση, συνολικά, «υπάρχει» πλέον στη Γερμανία. Γι’ αυτούς «η συζήτηση για την ελληνική υπόθεση στην συνήθη ειδησεογραφία, στον ευρύτερο πληθυσμό έχει πεθάνει. Το ελληνικό πρόβλημα δεν έρχεται καν σε συζήτηση, πλην ίσως από το ζήτημα των προσφύγων που κάπου υπάρχει στα μέσα ενημέρωσης. Στον πολιτικό κόσμο, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά».
Εκεί -καθώς και στον λεγόμενο «σοβαρό» Τύπο- περνάει κάποιος προβληματισμός. Όμως μεγάλο μέρος της CDU (Χριστιανοδημοκράτες) και μάλιστα στην CSU (συντηρητικότεροι, Βαυαροί, Χριστιανοκοινωνιστές) θεωρούν ότι «οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δεν προχωρούν, ότι η απόφαση του Αυγούστου (2015) δεν υλοποιείται και συνεπώς καμιά ελάφρυνση χρέους δεν νοείται, ούτε ζήτημα συμβιβασμού τίθεται».
Αυτό φάνηκε σαφέστατα τον Δεκέμβριο, όταν βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ήρθαν να συζητηθούν στο Bundestag. Τότε, «από τους βουλευτές και όχι από το υπουργείο Οικονομικών σημειώστε, τέθηκε ζήτημα έγκρισης (επομένων εκταμιεύσεων) από το Bundestag (σε Ολομέλεια) και όχι μόνον από την Επιτροπή Προϋπολογισμού».
Αυτού του είδους οι συζητήσεις -και μάλιστα οι συζητήσεις που δεν γίνονται...- είναι περισσότερο από αναγκαίο να έχουν συνειδητοποιηθεί εδώ, σ’ εμάς, στην Ελλάδα. Ώστε να μην πορευόμαστε με βάση τις δικές μας απόψεις και κατασκευές σχετικά με το τι πρεσβεύουν οι άλλοι, και μάλιστα οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μας. Δηλαδή, εν τέλει, οι Γερμανοί. Άμα δεν γνωρίζεις και δεν συνειδητοποιείς με ποιον διαπραγματεύεσαι, τότε... δεν διαπραγματεύεσαι. Προσεύχεσαι. Ή πας στην ξέρα.