Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Όσο η διαπραγμάτευση για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του μνημονίου-3 πλησιάζει στο τέλος της (ή στον εκτροχιασμό της), όσο και η συνδεόμενη μ’ αυτόν τον σταθμό -όσο κι αν ο καταστροφικός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το αρνείται- επανασυζήτηση για τη διαρρύθμιση του μη βιώσιμου ελληνικού χρέους πλησιάζει (ή κινδυνεύει να ανατιναχθεί), τόσο φαίνεται πόσο αυτοϋπονομευμένη ήταν εξαρχής και παραμένει σε προσέγγιση στις διαδοχικές συμφωνίες της Ελλάδας με τους «εταίρους»/πιστωτές της.
Αφήνοντας κατά μέρος το καταστροφικά σχεδιασμένο μνημόνιο-1 (του 2010), που παρίστανε ότι... θα διορθώσει ανισορροπίες ενός συγκλονιστικού πρωτογενούς ελλείμματος 15,4% του ΑΕΠ του 2009 μέσα σε 2 χρόνια (ο δε δυστυχής Γ. Παπακωνσταντίνου θεωρούσε ότι θα το πετύχει και σε μια χρονιά!), τόσο η αναθεώρηση του μνημονίου-1, όσο και το χτίσιμο του μνημονίου-2 (το 2012) και οι αναθεωρήσεις του, αλλά και το μεταβαρουφακικό μνημόνιο-3 το καλοκαίρι του 2015 και η συγκεκριμενοποίησή του τον Μάιο 2015, τι έκαναν; Έθεταν έναν στόχο, ή μάλλον μια βεντάλια στόχων -ΑΕΠ, δημοσιονομική ισορροπία/πρωτογενή πλεονάσματα, με στόχους χρηματοπιστωτικούς, απασχόλησης και διαρθρωτικών προσαρμογών στο βάθος- με βάση το «να βγαίνουν τα νούμερα». Να μπορούν να υποστηριχθούν π.χ. στο Bundestag «του» από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Να μπορούν να παρουσιαστούν στο Συμβούλιο του Ταμείου από την Κριστίν Λαγκάρντ. Να «κολλάνε» με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Και η Ελλάδα; Λυπούμαστε να το πούμε, η ελληνική πλευρά, αφού πρώτα ανέβαινε κάθε φορά στα οδοφράγματα (Βαγγέλης Βενιζέλος, Αντ. Σαμαράς, Αλεξης Τσίπρας/Βαρουφάκης, Αλέξης Τσίπρας τώρα/Ευκλ. Τσακαλώτος) κατέληγε με μιαν επιλογή: μεταξύ του «Ναι» και «Μάλιστα». Έτσι, συμπαθάτε μας, συμφωνήθηκε το 2012 στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3% του ΑΕΠ για το 2015 και 4,5% στη συνέχεια (και μετά σου λέει ο άλλος ότι η διαπραγμάτευση του 2015 δεν ξεκίνησε υπονομευμένη, ή ότι το e-mail Χαρδούβελη θα έβγαζε πέρα την τελική αξιολόγηση του μνημονίου-2...). Έτσι έχει συμφωνηθεί τώρα -το καλοκαίρι του 2015/τον Μάιο 2015- 0,5% του ΑΕΠ πρωτογενές για φέτος (ΟΚ!), 1,75% για το 2017 (θα δούμε), 3,5% για το 2018 και για πάντα μέχρι την αιωνιότητα στη συνέχεια!
Ε, λοιπόν, «για να βγουν τα νουμεράκια» είχαμε δεχθεί το 2012 ότι το 2015 η ανάπτυξη θα απογειωνόταν. Έτσι και τώρα η Ελλάδα θεωρεί ότι του χρόνου θα έχουμε +2,7% του ΑΕΠ - κι έρχεται η Ευρ. Επιτροπή και συμφωνεί, από δίπλα και το ΔΝΤ... πλειοδοτεί σε +2,8%. Γιατί, αλλιώς, πώς «θα βγει» το πρωτογενές πλεόνασμα που «πρέπει» το 2017-18 κατά την Ε.Ε.; (τουλάχιστον το ΔΝΤ εδώ προσγειώνεται λέγοντας ότι το πρωτογενές 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και ever after δεν βγαίνει με τίποτε).
Αν, δε, χαρωπά βάλουμε μπροστά τον «κόφτη» από κει και πέρα, το υφεσιακό αποτέλεσμα θα μας πάει πίσω στο σοκ του 2011-13, όπου χάθηκαν κάπου 20 μονάδες ΑΕΠ. Ύστερα σ’ εκείνο του 2015, που μόνον ο καταναλωτικός πανικός «να σώσουμε κανένα ευρουδάκι από τα capital controls/αρπαγή των βαρουφακιάδων».
Η ομοψυχία σχετικά με την τωρινή ανάκαμψη -μέσα από συνεχιζόμενη λιτότητα-, που μόνο ο ΟΟΣΑ μεταξύ των «επισήμων» τώρα την αμφισβητεί (μιλώντας για ένα +1,3% το 2017...), αλλά σιγά-σιγά και στους Έλληνες παρατηρητές (π.χ. ΙΟΒΕ) χλομά μόνον «αποτολμάται» αμφισβήτηση, πολύ φοβούμαστε ότι θα μας κάνει σ’ ένα-δυο χρόνια να ανατέμνουμε μιαν ακόμη μεγαλοπρεπή «αστοχία των ελληνικών προγραμμάτων». Αυτό, πολύ περισσότερο από την αμφισβητησιακή ρητορική (και) της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, αυτό ακόμη περισσότερο από τη σκιαμαχία Σόιμπλε/Λαγκάρντ, ή αν θέλετε ΔΝΤ/Ε.Ε., με τις μεν ΗΠΑ σε ρόλο μεροληπτικού θεατή, τη δε ΕΚΤ να παρακολουθεί αμήχανα, θα ’πρεπε να ενδιαφέρει. Μήπως δηλαδή όλοι ονειρεύονται και σχεδιάζουν και υπόσχονται ανάκαμψη/επανεκκίνηση. Όμως η οικονομία παραμένει ξέπνοη: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα βάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».
Φοβούμεθα ότι κάτι τέτοιο πήγε να εξηγήσει και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, όταν έφερε -με αναφορές σε Αλέξη Ζορμπά- την ιδιότυπη πρόταση να συμφωνηθεί με τους «εταίρους» μια νέα ισορροπία: όσος μεν δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται από την ελληνική κυβέρνηση (από το μίγμα πολιτικής «κυρίως φόροι/περιορισμένες περικοπές δαπανών», υποθέτει κανείς...) να διατίθεται για την κοινωνική διαχείριση, όση δε ελάφρυνση επιτευχθεί στο μέτωπο του χρέους/της υποχώρησης των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος, να πάει για μείωση των φόρων («αφού έτσι ισχυρίζεστε ότι θα υπάρξει ανάπτυξη»).