Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Το Ευρώ: Πώς το ενιαίο νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης», ο δε συγγραφέας του δεν είναι άλλος από τον Αμερικανό νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς - άρθρα του οποίου πάνω στο ίδιο θέμα δημοσιεύτηκαν σε κορυφαίες οικονομικές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και η «Ναυτεμπορική».
Τόσο στο βιβλίο του όσο και στην αρθρογραφία του, ο γνωστός οικονομολόγος και το πάλαι ποτέ σύμβουλος του Γιώργου Α. Παπανδρέου, τάσσεται υπέρ «μίας ήπιας εξόδου από το ευρώ», εκτιμώντας παράλληλα ότι κάτι τέτοιο «δεν θα σήμαινε και το τέλος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος». Με την τοποθέτησή του αυτή, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς δείχνει βαθιά άγνοια των πραγματικοτήτων της γηραιάς ηπείρου - εκτός και αν αυτό το γεγονός υπαγορεύεται από άλλες σκοπιμότητες.
Σημειώνουμε πάντως ότι, όπως πολλοί Αμερικανοί οικονομολόγοι, ο Τζ. Στίγκλιτς από το ξεκίνημα του ευρωπαϊκού νομισματικού εγχειρήματος, τη δεκαετία του 1990, υπήρξε κριτικός απέναντί του, κυρίως στο όνομα της θεωρίας των «άριστων νομισματικών ζωνών». Πρόκειται για ένα θέμα που είχε μελετήσει από τις αρχές της δεκαετίας 1960 ο Καναδός οικονομολόγος Ρόμπερτ Μαντέλ, ο οποίος για τις σχετικές μελέτες του τιμήθηκε το 1999 και αυτός με το Βραβείο Νόμπελ της Οικονομίας. Κατά την άποψή του, για να έχει μία ζώνη λόγο να αποκτήσει κοινό νόμισμα, θα πρέπει να συγκεντρώνει έναν ορισμένο αριθμό προϋποθέσεων, όπως υψηλή κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία), υπεροχή των συμμετρικών σοκ (σύμπτωση των οικονομικών κύκλων μεταξύ των χωρών), ύπαρξη σημαντικών δημοσιονομικών μεταφορών και ευκολία των συλλογικών προτιμήσεων των πολιτών. Από την άποψη αυτή, ο Τζ. Στίγκλιτς πολύ σωστά επισημαίνει την άποψη του Ρ. Μαντέλ, πλην όμως παρακάμπτει κάποιες σημαντικές πτυχές της.
Πρώτον, δεν αναφέρει ότι ο Καναδός νομπελίστας ήταν υπέρ της δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής νομισματικής ζώνης, που θα αποτελούσε αντίβαρο στο δολάριο - την υπεροχή του οποίου θεωρούσε αρνητική για την παγκόσμια οικονομία αλλά επωφελή για τις ΗΠΑ. Κατά τα λοιπά, γεγονός είναι ότι την εποχή της θεωρίας Μαντέλ η Ευρωζώνη απείχε αισθητά από το να ανταποκρίνεται στους όρους της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλες οι γνωστές νομισματικές ζώνες είναι άριστες. Αυτό, εξάλλου, το παραδέχεται και ο ίδιος ο νομπελίστας οικονομολόγος, συνέντευξη του οποίου είχα πάρει το 2000 για λογαριασμό τότε του Οικονομικού Ταχυδρόμου.
Στη συνέντευξη αυτή, ο Ρόμπερτ Μαντέλ ασκούσε κριτική στη γερμανική αντιπληθωριστική πολιτική, αλλά ήταν αισιόδοξος ότι η Ευρωζώνη θα γινόταν τελικά το πολιτικό όχημα για μια πιο ενωμένη Ευρώπη.
Ίσως, όμως, αυτό να είναι το πρόβλημα για ορισμένους Αμερικανούς οικονομολόγους. Να τους ενοχλεί, δηλαδή, η πιθανή πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης - η οποία, πάντως, έχει κατά τη γνώμη μας πολλές δεκάδες χρόνια μπροστά της.
Αντιθέτως, η ΟΝΕ δείχνει να δίνει όλο και περισσότερο πράγματα που ο καθηγητής Τζ. Στίγκλιτς παρακάμπτει. Ταυτόχρονα, όμως, η παράκαμψή του αυτή είναι ενδεικτική και μιας εντυπωσιακής άγνοιας της αμερικανικής νομισματικής ιστορίας, η οποία είναι αποκαλυπτική. Διότι, όπως προκύπτει από μία ιστορική έρευνα του Ινστιτούτου Μπρούγκελ (Bruegel Institute) στις Βρυξέλλες, η αμερικανική νομισματική ενοποίηση υπήρξε μία πολύ μπερδεμένη διαδικασία και απαιτήθηκαν 137 χρόνια μετά την Ανεξαρτησία για να αποκτήσουν οι ΗΠΑ, το 1913, μία πραγματική κεντρική τράπεζα.
Οι υποεκτιμήσεις
Στο πλαίσιο αυτό, στη μάλλον πολύ βιαστική ανάλυση-προσέγγιση του Αμερικανού καθηγητή υποεκτιμώνται οι αλλαγές που σημειώθηκαν στην Ευρωζώνη μετά την κρίση. Έτσι, όταν ο Τζ. Στίγκλιτς αναφέρεται στην ανάγκη μίας «κοινής τραπεζικής ένωσης», παρακάμπτει το ότι αυτή βρίσκεται στα σκαριά από το 2014 και προχωράει, παρά τις σοβαρές δυσκολίες που συναντά στον δρόμο της. Ας μην ξεχνάμε δε ότι αυτή η πολυτελής Ευρωζώνη δεν είναι ακόμα απαλλαγμένη από ιδεοληψίες και εθνικιστικές φαντασιώσεις, συνήθως εντελώς αντίθετες με την πραγματικότητα.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί ο νομπελίστας καθηγητής να έχει δίκιο όταν ασκεί κριτική στα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα, αλλά ξεχνά τους κανόνες Six Pack που ισχύουν από το 2011 στην Ευρωζώνη και οι οποίοι συνιστούν αναμφισβήτητη πρόοδο.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους «μηχανισμούς αμοιβαιοποίησης των χρεών» που αναφέρει ο Τζ. Στίγκλιτς υπογραμμίζοντας την ανάγκη εκδόσεως ευρωομολόγων. Μπορεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) να μη φέρνει, για λόγους σκοπιμότητος, την ονομασία-ταμπού του ευρωομολόγου, πλην όμως, κινητοποιώντας 700 δισεκατομμύρια ευρώ χρέους και 300 δισεκατομμύρια ευρώ δάνεια Γιούνκερ, στην ουσία είναι ένα εμβρυώδες ευρωομόλογο. Επιπλέον, η πολιτική μαζικής αγοράς τίτλων χρέους των κρατών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καταλήγει σε μία de facto αμοιβαιοποίηση ευρωπαϊκών χρεών στον ισολογισμό της και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα - γεγονός που σε βάθος χρόνου θα θέσει δύσκολα ερωτήματα προς απάντηση.
Περί ΕΚΤ
Στο προαναφερόμενο βιβλίο τονίζεται επίσης ότι «είναι αναγκαία μία νομισματική πολιτική που θα ασχολείται περισσότερο με την απασχόληση, την ανάπτυξη και τη σταθερότητα και όχι μόνον με τον πληθωρισμό». Προφανώς αγνοείται από τον συγγραφέα ότι, από τη δεκαετία του 1970, χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και το Βέλγιο ήθελαν ένα κοινό νόμισμα γιατί αυτό θα τους επέτρεπε να ανακτήσουν ένα μέρος της de facto χαμένης νομισματικής κυριαρχίας τους από την καθίζηση των νομισμάτων τους. Με τον τρόπο αυτόν, ιδιαίτερα η Γαλλία θα απέφευγε να καθορίζεται η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική μονομερώς από τη Γερμανική Κεντρική Τράπεζα - η οποία όντως έδινε προτεραιότητα στον πληθωρισμό και όχι στην ανεργία και την ανάπτυξη.
Ό,τι και αν λέει λοιπόν ο καθηγητής Τζ. Στίγκλιτς, στο επίπεδο αυτό, το ευρώ πέτυχε τους στόχους του.
Η ΕΚΤ ακολουθεί σήμερα μία πολύ επεκτατική νομισματική πολιτική και ο ισολογισμός της ξεπερνά τον αντίστοιχο της αμερικανικής Federal Reserve. Γι’ αυτό και οι εκπρόσωποι της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας ασκούν κριτική στην πολιτική αυτή, με δύο από αυτούς να οδηγηθούν σε παραίτηση από το Δ.Σ. στα τέλη του 2011. Επίσης, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι, πριν από την κρίση του 2008, η βασική μομφή που γινόταν στην ΕΚΤ ήταν ότι την περίοδο 1999-2008 ακολούθησε μία εξαιρετικά επεκτατική πολιτική, η οποία διόγκωσε τις φούσκες στη νότια Ευρώπη και οδήγησε σε υψηλού κόστους κερδοσκοπίες, που σήμερα πληρώνονται ακριβά - ειδικά στην Ελλάδα.
Αυτή την πολιτική της ΕΚΤ ο Τζόζεφ Στίγκλιτς σχεδόν την παρακάμπτει στο βιβλίο του, παρά το γεγονός ότι σε παλαιότερο πόνημά του είχε ασκήσει κριτική στη Fed για την πολιτική της στις ΗΠΑ σχετικά με τη δημιουργία της γνωστής φούσκας των ακινήτων.
Σε γενικές γραμμές, επίσης, ο Αμερικανός καθηγητής παραμερίζει πλήρως στην ανάλυσή του και τη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στο ευρώ. Ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα, όπου την εποχή συγγραφής του βιβλίου του η κοινή γνώμη ήταν σε ποσοστό περίπου 70% υπέρ του ενιαίου νομίσματος.
Με πιο απλά λόγια, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς προσπαθεί να πείσει ότι αν οι επιβάτες ενός αεροπλάνου εν πτήσει διαπιστώσουν ότι πήραν λάθος δρομολόγιο, θα μπορούσαν πολύ απλά να ανοίξουν την πόρτα για να κατέβουν!…