Τα συγκλονιστικά ευρήματα δύο ερευνών που αφορούν την ηπατίτιδα και τους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών παρουσιάστηκαν στην 4η Πανελλήνια Συνάντηση «AIDS & Ηπατίτιδες: Πρόληψη, Διάγνωση, Θεραπεία». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών, ένας στους δύο χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών (ΧΕΝ) στη χώρα μας μολύνονται με τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV) μέσα στα δύο πρώτα χρόνια από την έναρξη της χρήσης, ενώ άλλος ένας στους δέκα μολύνεται ταυτόχρονα και από τον ιό HIV/AIDS. Μάλιστα ανάμεσα στους μετανάστες χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, το 95% μολύνονται από τον ιό HIV/AIDS μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι μετανάστες ΧΕΝ δε μεταφέρουν τον ιό από τη χώρα προέλευσής τους.
Η πρώτη έρευνα βασίζεται σε δεδομένα του προγράμματος «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ» και όπως έδειξε το πρόγραμμα, οι μισοί χρήστες (49,9%) μολύνονται από τον ιό ΗCV και ένα 13,9% μολύνεται από τον HCV και από τον HIV. Εκτιμάται ότι, ανά έτος, γίνονται 65 νέες μεταδόσεις του HCV ανά 100 χρήστες. Η εκτίμηση αυτή είναι πολλαπλάσια από τις αντίστοιχες που έχουν αναφερθεί σε άλλες χώρες και υποδηλώνει αφενός την παρουσία πρακτικών ενδοφλέβιας χρήσης υψηλού κινδύνου στον πληθυσμό των χρηστών της Αθήνας, αφετέρου την αδυναμία των προγραμμάτων μείωσης της βλάβης να περιορίσουν τη μετάδοση του HCV και HIV εκείνη την περίοδο.
Η δεύτερη έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγματα από 184 χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών μη-ελληνικής υπηκοότητας, οι οποίοι διαγνώστηκαν στη Νότια Ελλάδα την περίοδο 2011-2014. Όπως έδειξε, το 95,1% των μεταδόσεων στη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα συνέβησαν στην Ελλάδα (ελληνική προέλευση της HIV1-λοίμωξης) σε αντίθεση με τον τρόπο διασποράς του ιού στους μετανάστες άλλων κρατών της Δυτικής Ευρώπης.
Το πρόγραμμα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ έδειξε ακόμα ότι από τους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, οι άστεγοι, τα άτομα με ιστορικό φυλάκισης και οι αλλοδαποί ήταν πιθανότερο να επιδείξουν συμπεριφορές υψηλού κινδύνου κατά την ενδοφλέβια χρήση, σύμφωνα με μία ξεχωριστή ανάλυση. Αξιοσημείωτο είναι ότι από την ομάδα των χρηστών που ελέγχθηκαν στο πλαίσιό του, το 75% όσων ήταν θετικοί στον ιό HIV, αγνοούσαν ότι είναι φορείς.
Πάντως οι χρήστες που έμαθαν ότι είναι οροθετικοί στη διάρκεια του προγράμματος, επέδειξαν μεγαλύτερη μείωση των συμπεριφορών υψηλού κινδύνου (π.χ. μείωση του αριθμού των ενέσεων, αποφυγή κοινής χρήσης συριγγών, μειωμένη επαναχρησιμοποίηση ήδη ανοιγμένων συριγγών) συγκριτικά με τους θετικούς στον HIV χρήστες οι οποίοι δε γνώριζαν την ορολογική τους κατάσταση, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία που μπορεί να έχει ο προληπτικός έλεγχος για τον HIV σε αυτές τις ομάδες ως μέσο πρόληψης της εξάπλωσης του ιού.
Στην 4η Πανελλήνια Συνάντηση «AIDS & Ηπατίτιδες: Πρόληψη, Διάγνωση, Θεραπεία» παρουσιάστηκαν επίσης νέα δεδομένα τα οποία αποκαλύπτουν ότι σχεδόν τα 8 στα 10 παιδιά μεταναστών και προσφύγων που φθάνουν στη χώρα μας δεν παρουσιάζουν στοιχεία εμβολιαστικής κάλυψης εναντίον της ηπατίτιδας Α και Β.
Συγκεκριμένα, μόνο το 34,3% των παιδιών αυτών έχει προστατευτικό τίτλο αντισωμάτων για την ηπατίτιδα Α που φαίνεται να οφείλεται σε φυσική νόσο ενώ, το 42,7% δεν έχει αντισώματα για την ηπατίτιδα Β. Ωστόσο κανένα παιδί δεν βρέθηκε να είναι χρόνιος φορέας της ηπατίτιδας Β ενώ, τα ποσοστά μόλυνσης με τον ιό της ηπατίτιδας C βρέθηκαν χαμηλά (0,3%).
Μία άλλη επιστημονική ομάδα εξέτασε το έμμεσο κόστος σε βάθος 15ετίας της ηπατίτιδας C, εάν δεν εξαλειφθεί έως το 2030, και σύμφωνα με στοιχεία για να επιτευχθεί εξάλειψη της νόσου έως το 2030 θα πρέπει να αυξηθεί η χορήγηση θεραπείας σε 4.700 άτομα την περίοδο 2017-2019, σε 6.800 την περίοδο 2020–2023 και σε 7.000 το χρονικό διάστημα 2023-2030. Αν δεν αυξηθεί ο αριθμός των θεραπευόμενων ασθενών, όπως λένε οι ειδικοί, το συνολικό έμμεσο κόστος της ηπατίτιδας C που συμπεριλαμβάνει την απώλεια παραγωγικότητας λόγω ασθενείας ή θανάτου από τη νόσο, θα ανέλθει στα 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ το διάστημα 2015-2030.