Αφού υποστήριξε τη «βελούδινη επανάσταση» στο Κιργιστάν, η Ουάσινγκτον είναι σήμερα αναγκασμένη να κάνει τα «στραβά μάτια» για την καταστολή της εξέγερσης στο Ουζμπεκιστάν. Αυτό που την ενδιαφέρει πάνω απ' όλα είναι η γεωπολιτική σταθερότητα της χώρας. Και ελλείψει μιας σοβαρής αντιπολίτευσης, η σταθερότητα αυτή συμπίπτει με τον πρόεδρο Καρίμοφ και το δεσποτικό του καθεστώς.
Αλλά και αυτός αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα. Κατηγορεί τους αντιπάλους του ότι έχουν σχέση με την αλ-Κάιντα, αυτό ισχύει όμως μόνο για το Ισλαμικό Κίνημα. Η οργάνωση Χιζμπ αλ Ταχρίρ αντίθετα, που προέρχεται από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, γεννήθηκε στη Μέση Ανατολή και επεκτάθηκε στη συνέχεια στην κεντρική Ασία, έχει ισχυρές ρίζες στο εσωτερικό της χώρας, τόσο στη μεσαία τάξη όσο και στα λαϊκά στρώματα. Στόχος της είναι η επανίδρυση του Χαλιφάτου. Και με δεδομένο ότι ο Καρίμοφ έχει συντρίψει κάθε άλλη αντιπολίτευση, η οργάνωση αυτή αποτελεί τη μοναδική σοβαρή μορφή αντίστασης στο καθεστώς, σύμφωνα με την ιταλική εφημερίδα «La Repubblica».
Aλλά υπάρχει και η άλλη άποψη. Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η πτώση του προέδρου Ισλάμ Καρίμοφ θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην ανάληψη της εξουσίας από τους ακραίους ισλαμιστές, διότι υπάρχει στο Ουζμπεκιστάν μετριοπαθής πολιτική αντιπολίτευση, δηλώνει ένας από τους ηγέτες της, ο Μουχάμαντ Σαλίχ (δημοκρατικό κόμμα Erk), που ζει εξόριστος στη Νορβηγία.
«Πρόκειται για μια ουζμπεκική ιδιαιτερότητα. Οι μουσουλμάνοι δεν ήσαν ποτέ ριζοσπάστες, αλλά μετριοπαθείς. Η ριζοσπαστικοποίηση του ισλάμ προκλήθηκε από τον Καρίμοφ, από την κρατική τρομοκρατία. Αν μας επιτρέψουν να οργανώσουμε ελεύθερες εκλογές, θα διαπιστώσουν ότι οι ακραίοι ισλαμιστές δεν έχουν λαϊκή υποστήριξη. Ο λαός του Ουζμπεκιστάν δεν θέλει το χαλιφάτο», υποστηρίζει.
Παρά τα πρόσφατα βήματα προσέγγισης του ουζμπέκου προέδρου Καρίμοφ με τον ρώσο ομόλογό του Πούτιν, σημειώνει η «La Repubblica», οι Αμερικανοί εξακολουθούν να διατηρούν μια σημαντική παρουσία στη χώρα. Η αεροπορική βάση του Χαναμπάντ τους επιτρέπει να ελέγχουν μια περιοχή διπλά στρατηγική: τόσο από στρατιωτικής όσο και από ενεργειακής πλευράς. Σε αυτή την περιοχή θα παιχθεί τα επόμενα χρόνια ένα παιχνίδι ηγεμονίας ανάμεσα στις υπερδυνάμεις του σήμερα και του αύριο: τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Ανάμεσά τους κινείται και ο αναγεννημένος ρωσικός εθνικισμός, που θεωρεί τον μετασοβιετικό ασιατικό χώρο, τμήμα της δικής του σφαίρας επιρροής.
Ποια θα είναι η επόμενη χώρα της κεντρικής Ασίας που θα εκραγεί; Ενας καλός υποψήφιος, λέει ο Μάρσαλ Γκόλντμαν, συνδιευθυντής του Κέντρου ευρωασιατικών σπουδών Ντέηβις του Χάρβαρντ, είναι το Καζαχστάν: υπάρχει το πετρέλαιο, υπάρχουν πολλές εθνότητες, υπάρχει κι ένας διεφθαρμένος δικτάτορας. Σοβαρά προβλήματα έχει όμως και το Τατζικιστάν, με τους Ταλιμπάν να βρίσκονται έξω από τα σύνορά του, καθώς και το Τουρκμενιστάν, όπου το καθεστώς είναι πολύ αυταρχικό.
Πηγές: La Repubblica, Γαλλικό Πρακτορείο, ΑΠΕ