Για πρώτη φορά από την ανεξαρτησία της το 1947, η Ινδία επιτυγχάνει πλεόνασμα ενέργειας, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Κεντρικής Αρχής Ενέργειας της χώρας. Συγκεκριμένα, το 2016-17 η χώρα θα έχει πλεόνασμα 3,1% κατά τις ώρες υψηλής ζήτησης και 1,1% τις υπόλοιπες ώρες.
Πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα, καθώς η Ινδία μέχρι πρόσφατα αντιμετώπιζε σημαντικά ελλείμματα ηλεκτρικής ενέργειας και συχνές διακοπές παροχής ρεύματος. Το πλεόνασμα προέρχεται από αυξημένη παραγωγική δυνατότητα, κυρίως με πηγή τον άνθρακα, και όχι από βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης. Ωστόσο με έξι ινδικές πόλεις να βρίσκονται μεταξύ των δέκα πιο μολυσμένων στον κόσμο, το σημαντικό επίτευγμα θα έχει και αρνητικές επιπτώσεις.
Παρά το ιστορικό πλεόνασμα ενέργειας, 300 εκατομμύρια Ινδοί εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια και το μεγαλύτερο μέρος της προστιθέμενης παραγωγικής ικανότητας είναι από εξαιρετικά ρυπαρές μονάδες καύσης άνθρακα που επιδεινώνουν την ήδη χαμηλή ποιότητα αέρα.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ινδία κοστίζει τη ζωή σε μισό εκατομμύριο ανθρώπους κάθε χρόνο, και συντομεύει το προσδόκιμο ζωής των κατοίκων της κατά περίπου δύο χρόνια. Η Ινδία έχει πλέον χειρότερη ατμοσφαιρική ρύπανση από την Κίνα, και δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή της.
Η Ινδία διαθέτει όμως δανικές συνθήκες παραγωγής ηλιακής και αιολικής ενέργειας, καθώς και υδροηλεκτρικής, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι πόροι από την οροσειρά των Ιμαλαΐων. Μακροπρόθεσμα, η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα παράγει το 40% της ενέργειας της χώρας από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030. Η ηλιακή ενέργεια και μόνο αυξήθηκε από 2,4 σε 7 γιγαβάτ μέσα σε μόλις δύο χρόνια.