Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Τελικά, η Ισπανία και η Πορτογαλία γλίτωσαν τις κυρώσεις, για τις υπερβάσεις που κατέγραψαν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, χάρη σε μια επίδειξη μεγαλοψυχίας από την Κομισιόν.
Η απονομή χάριτος στις δύο χώρες είναι σαφές πως οφείλεται στο πρόσφατο δημοψήφισμα για το Brexit, ενώ υποκρύπτει και μια ανησυχία ή προβληματισμό, πως η επιβολή των προστίμων που προβλέπει η Συνθήκη απλά θα ενίσχυε τον ευρωσκεπτικισμό, όχι μόνο στην Ιβηρική χερσόνησο, αλλά και σε άλλες χώρες.
Φαίνεται πως οι Βρυξέλλες έχουν λάβει το μήνυμα από το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος και καθώς η προσφυγική κρίση μαίνεται, εκτιμούν πως θα ήταν καταστροφικό να εμμείνουν στο «γράμμα του νόμου», ενισχύοντας ακραίες φωνές, που έχουν πληθύνει εσχάτως.
Είχαν να επιλέξουν μεταξύ της σκληρής γραμμής, δηλαδή της απαρέγκλιτης τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, όπως και του γενικότερου θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τη μορφή της απειλής, «όποιος θέλει να μείνει τα αποδέχεται», και της ευέλικτης τακτικής, η οποία στη γλώσσα μας αποδίδεται με τη φράση «κάνω τα στραβά μάτια».
Βέβαια, είχε προηγηθεί η αντιμετώπιση με μεγάλη επιείκεια, τόσο της Γαλλίας όσο και της Ιταλίας, που για τις ίδιες παραβάσεις, οι Βρυξέλλες, έκαναν πίσω.
Εν πάση περιπτώσει, επιλέχθηκε η δεύτερη τακτική και το ερώτημα που απασχολεί όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, και ειδικά τους Έλληνες, είναι εάν η επιεικής αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αστοχιών θα είναι στο εξής ο κανόνας ή η εξαίρεση.
Μια ανάλογη αντιμετώπιση θα προσδοκούσε και η ελληνική κυβέρνηση, εν όψει των δύσκολων εξετάσεων του φθινοπώρου, αλλά έως τώρα εισπράττει αρνήσεις και αναβολές. Η Ελλάδα, λόγω της μακροχρόνιας παραμονής στο μνημόνιο, εξαιρείται των δημοσιονομικών κανόνων.
Όμως οι θεσμοί φρόντισαν και νομοθετήθηκε ο «δημοσιονομικός κόφτης». Δηλαδή, εάν υπάρξει παρέκκλιση από τον στόχο του πλεονάσματος, τότε επιβάλλονται αυτόματες περικοπές δαπανών, χωρίς διαπραγμάτευση και χωρίς επιείκεια.
Επίσης, η Ελλάδα έχει ζητήσει τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από το ύψος του 3,5% του ΑΕΠ, που προβλέπει το πρόγραμμα από το 2018 και μετά, σε χαμηλότερα επίπεδα, αλλά ο ευρωπαϊκός άξονας των θεσμών το αρνείται, παρά τη θερμή υποστήριξη του ΔΝΤ.
Κωλυσιεργία των θεσμών (του ευρωπαϊκού άξονα) διαπιστώνεται και στο αίτημα της άμεσης διευθέτησης του δημοσίου χρέους, επιλέγοντας τακτικισμούς και αναβολές.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη βαριά ατζέντα της διπλής διαπραγμάτευσης του Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου, που περιλαμβάνει και τα εργασιακά, είναι μεν θεμιτές οι προσδοκίες για χαλάρωση της στάσης των εταίρων, αλλά ας μην τρέφουμε πολλές ελπίδες.