Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ρίχνουν τους προβολείς στη Βραζιλία σε μία περίοδο κατά την οποία το πολιτικό σύστημα της χώρας ψάχνει το φως στο τούνελ της διαφθοράς, η οικονομία έχει παγιδευθεί στη βαθύτερη ύφεση των δύο τελευταίων δεκαετιών και ο ιός Ζίκα απειλεί.
Θα είναι η κορυφαία αθλητική διοργάνωση του πλανήτη η ευκαιρία για έξοδο από την κρίση ή ο μεγεθυντικός φακός των προβλημάτων; Μπορεί η χώρα να βγει κερδισμένη; Η εμπειρία δεν επιτρέπει αισιοδοξία.
Την τελευταία εικοσαετία, τουλάχιστον, οι νικητές των Αγώνων είναι πολλοί, αλλά οι διοργανωτές δεν περιλαμβάνονται σε αυτούς.
Η αλήθεια είναι πως το να αντισταθείς στη λάμψη της ολυμπιακής φλόγας και τα όσα αυτή υπόσχεται δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν είναι μόνο τα έσοδα από εισιτήρια, τηλεοπτικά δικαιώματα και χορηγίες.
Η διεθνής προβολή, η προοπτική για κέρδη στον τουρισμό, η ευκαιρία για νέες υποδομές, για μία ουσιαστική ανανέωση και αναμόρφωση «κουρασμένων» πόλεων είναι ορισμένα από τα στοιχεία που κάνουν τις πολιτικές ηγεσίες να πουν «αξίζει τον κόπο».
Ακόμη πιο ισχυρό δέλεαρ αποδεικνύονται το αίσθημα εθνικής ανάτασης, η δυνατότητα να ξεχαστούν για λίγο τα προβλήματα, να νιώσουν οι πολίτες ότι η χώρα τους βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος για καλό λόγο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, ανακοίνωνε το 2014, σε μία περίοδο δύσκολη για τη χώρα του, την υποψηφιότητα της Ρώμης για τους Αγώνες του 2024. Σκεφτόταν προφανώς όλα τα παραπάνω και όχι τα στοιχεία για το υψηλό κόστος και τα πενιχρά οφέλη.
Οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, εκείνοι του Λονδίνου, έφεραν έσοδα 5,2 δισ. δολαρίων στα ταμεία, την ώρα που στοίχισαν 11 δισ. δολάρια. Εκείνοι του Πεκίνου είχαν στοιχίσει το ποσό-ρεκόρ των 42 δισ. δολαρίων. Και οι δύο πρωτεύουσες υποδέχθηκαν το καλοκαίρι του 2012 και του 2008 αντίστοιχα λιγότερους επισκέπτες από ό,τι την αμέσως προηγούμενη χρονιά.
Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε βέβαια την περίπτωση των Ολυμπιακών της Αθήνας, που υπολογίζεται ότι στοίχισαν 8-10 δισ. ευρώ (8,9-11,1 δισ. δολάρια)... ανάλογα ποιον θα ρωτήσεις, για να αφήσουν πίσω τους μόνο μία μελαγχολία για τα άλλοτε «μεγαλεία».
«Ποτέ δεν έχω αισθανθεί περισσότερη υπερηφάνεια. Είναι ένα δώρο» δήλωνε ο Λούλα ντα Σίλβα, το 2009, όταν το Ρίο κέρδισε το δικαίωμα να φιλοξενήσει τους Αγώνες του 2016. Ανάλογες ήταν οι δηλώσεις αξιωματούχων σε Αθήνα, Σίντνεϊ, Λονδίνο, Πεκίνο. Ήταν, τελικά, δώρον άδωρον.