Από την έντυπη έκδοση
Της Έφη Τριήρη
[email protected]
Η έκπληξη στα stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών, που ανακοινώνονται το βράδυ της Παρασκευής, θα είναι η απουσία εκπλήξεων...
Όλες οι τράπεζες θα περάσουν τα stress tests, αφού δεν καλούνται να ανταποκριθούν σε κάποιο κεφαλαιακό περιορισμό, σε μία, ωστόσο, περίοδο που το βασικό διαρθρωτικό τους πρόβλημα είναι η έλλειψη ανάπτυξης και η απουσία εσόδων.
Πρόκειται απλώς για μία δοκιμασία που θα λειτουργήσει ως οδηγός, δίδοντας στις εποπτικές αρχές μία εικόνα για τη σημερινή κατάσταση και τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Και φυσικά θα καθορίσει εάν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα μπορεί να αντέξει μία νέα κρίση.
Πού βρίσκεται όμως η αλήθεια; Μήπως υπερβαίνει τις διαχειριστικές ικανότητες ή τις αντοχές των ίδιων των τραπεζών; Όπως και στο παρελθόν, έτσι και τώρα, τα stress tests δεν πρόκειται να αποκαλύψουν τα πραγματικά τρωτά των τραπεζών, ενώ οι ρυθμιστικές αρχές έχουν ελάχιστους λόγους για να είναι αυστηρές: οι κανονισμοί της τραπεζικής ενοποίησης περιορίζουν σημαντικά την ικανότητά τους να ανακεφαλαιοποιήσουν τους προβληματικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, συνεπώς με το να «καταδικάσουν» έναν αρκετά μεγάλο αριθμό τραπεζών το μόνο που θα κατάφερναν ήταν να σπείρουν πανικό.
Αναμφισβήτητα, οι ιταλικές τράπεζες θα βρεθούν στο στόχαστρο, καθώς οι ευρωπαϊκές αρχές αναζητούν εναγωνίως λύση για να απαλλάξουν την Banca Monte dei Paschi di Sienna από σωρεία επισφαλών δανείων, δίχως να τίθεται θέμα, εάν θα περάσουν τα stress tests.
Για να έρθει ο επόμενος γύρος των stress tests, με ή χωρίς κεφαλαιακούς περιορισμούς, με μετεξεταστέους και επιτυχόντες, με σενάρια ακραία και ήπια, για να διαπιστωθεί εκ νέου το πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και να αναζητηθούν τρόποι αντιμετώπισής του.
Εάν οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές δεν είχαν αγνοήσει τα τελευταία χρόνια την αδυναμία των τραπεζών, θα είχαν επιτύχει πολλά. Από το 2007, οι 40 εισηγμένες στον τραπεζικό δείκτη Euro Stoxx τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν χορηγήσει στους μετόχους περί τα 400 δισ. ευρώ υπό τη μορφή μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, χρήματα που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί για την ενδυνάμωση της κεφαλαιακής τους βάσης.
Οι ρυθμιστικές αρχές όμως κινούνται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: αμέσως μετά το Brexit, η Τράπεζα της Αγγλίας γνωστοποίησε την πρόθεσή της να χαλαρώσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Το να αποφεύγεις να δεις την αλήθεια κατάματα έχει συνέπειες. Και εάν οι ηγέτες της Ευρώπης επιθυμούν ένα πραγματικά ισχυρό χρηματοοικονομικό σύστημα και φυσικά μία δυνατή οικονομία, θα πρέπει να το λάβουν αυτό υπόψη τους.