Μονεταρισμός: Ενας απολογισμός

Τρίτη, 21 Ιουνίου 2005 17:42

A- A A+

Ο μονεταρισμός έχει ξεσηκώσει έντονα πάθη όχι μόνο στην οικονομική αλλά και στην πολιτική αρένα, ειδικά από τότε που ο Ρόναλντ Ρίγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ εγκολπώθηκαν πολλά από τα δόγματά του. Ο μονεταρισμός ταυτίσθηκε με τη μαχητική σταυροφορία υπέρ της ελεύθερης αγοράς και τη μάχη κατά του κρατικού παρεμβατισμού, θέσεις φυσικά που δεν μονοπωλεί. Στη συνείδηση της διεθνούς κοινής γνώμης πολλές φορές έχει εξισωθεί με ακραίες συντηρητικές πολιτικές.

Ομως η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη, καθώς ένας σοσιαλιστής άνετα μπορεί να αποδεχθεί τον πυρήνα του μονεταρισμού, δηλαδή την ποσοτική θεωρία του χρήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς στη Γερμανία, τη χώρα που ακολούθησε διαχρονικά μια έντονα μονεταριστική-αντιπληθωριστική πολιτική, συνυπάρχει ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας. Από την άλλη, κάποιος μπορεί να είναι ένθερμος συνήγορος των ελεύθερων αγορών αλλά να απορρίπτει το μονεταρισμό -κι αυτό συμβαίνει πολύ συχνά.

Ως αμιγής θεωρία ο μονεταρισμός είναι σήμερα λίγο-πολύ νεκρός -αλλά και ως αμιγής εφαρμογή οικονομικής πολιτικής ήταν ουσιαστικά ήδη «καμμένος» από τη δεκαετία του '80. Λίγοι νέοι οικονομολόγοι γίνονται πια μονεταριστές και οι περισσότεροι ακολουθούν την κυρίαρχη Νέα Κλασική Θεωρία ή τη Νέα Κεϊνσιανή Θεωρία, που όμως σε μεγάλο βαθμό είναι μονεταριστικές. Η «ορθοδοξία» στην οικονομική θεωρία και πολιτική έχει προχωρήσει πέρα από την ιστορική διαμάχη κεϊνσιανών-μονεταριστών και έχει διαμορφώσει πιο εξελιγμένες συνθέσεις που ενσωματώνουν στοιχεία και των δύο.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η νομισματική πολιτική έχει γίνει πια αποδεκτή ως ισχυρότερο εργαλείο για τη σταθεροποίηση της οικονομίας από ό,τι η κεϊνσιανού τύπου δημοσιονομική πολιτική.

Από την άλλη, οι «αιώνιοι» αντίπαλοι κεϊνσιανοί έχουν μετακινηθεί προς μονεταριστικές θέσεις σταδιακά. Δίνουν π.χ. μεγαλύτερη σημασία στην προσφορά χρήματος και στη νομισματική πολιτική από ό,τι έκαναν στη δεκαετία του '50, αποδεχόμενοι πλέον ότι η σταθερότητα των τιμών πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο της νομισματικής πολιτικής.

Αποδέχονται επίσης ότι μακροπόθεσμα η ανεργία δεν μπορεί να υποχωρήσει κάτω από ένα επίπεδο, χωρίς να οδηγήσει στα ύψη τον πληθωρισμό. Γενικά οι νέοι κεϊνσιανοί έχουν σταματήσει να αντιμετωπίζουν με χαλαρότητα το μακρόχρονο ορίζοντα: η περίφημη φράση του Κέινς «μακροπόθεσμα όλοι είμαστε νεκροί», δεν έχει πέραση σήμερα στους οπαδούς του, μετά τα βουνά χρεών που έχουν στο μεταξύ συσσωρευτεί διεθνώς.

Από την άλλη, οι σύγχρονοι μονεταριστές, χωρίς να το αποδέχονται εύκολα, είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένοι από τον Κέινς, αφού επιδεικνύουν βαθειά δυσπιστία για την ικανότητα μιας laissez-faire οικονομίας (κυρίως του χρηματοπιστωτικού συστήματός της) να πετύχει μακροοικονομική σταθερότητα, όσο επιτρέπει την εν πολλοίς ανεξέλεγκτη προσφορά χρήματος (δηλαδή τη «δημιουργία» χρήματος από τις τράπεζες μέσω πιστώσεων).

Τουλάχιστον όσον αφορά τα μακροοικονομικά, δεν υπάρχουν πια πραγματικοί οπαδοί του laissez-faire ούτε καν στις τάξεις των μονεταριστών. Η «ουδέτερη» νομισματική πολιτική του Μίλτον Φρίντμαν (που θεωρούσε μείζον «αμάρτημα» την ενεργή πολιτική επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών αλλά και την άνευ ρυθμιστικών ορίων πολιτική δανείων των εμπορικών τραπεζών) ουσιαστικά έχει κοινό έδαφος με τις παρεμβατικές ιδέες του Κέινς. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές ακριβώς οι αντιλήψεις του Φρίντμαν δεν έγιναν ποτέ αποδεκτές από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, ούτε εφαρμόσθηκαν στην πράξη.

Η συμβολή του μονεταρισμού στον πληθωρισμό

Ο «πολιτικός» μονεταρισμός που εφαρμόσθηκε στην πράξη από τα οικονομικά επιτελεία σε ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία κ.α. διέφερε αρκετά από τον «κλασικό» (θεωρητικό) μονεταρισμό του Φρίντμαν και των μαθητών του. Εστω όμως και στην πιο «νερωμένη» εκδοχή του, επηρέασε καθοριστικά τη νομισματική πολιτική στις περισσότερες μεγάλες χώρες και, υπό την επιρροή του, όλες οι χώρες της G7 έρριξαν τελικά τον πληθωρισμό σε πολύ χαμηλά επίπεδα - σχεδον στο κατώφλι του αντιπληθωρισμού.

Παρόλο που οι κεντρικές τράπεζες, ήδη από τη δεκαετία του '80 (υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης των κεφαλαιακών ροών που κατέστησαν πολύ ασταθή την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος), εγκατέλειψαν τη μονεταριστική συνταγή για σταθερή προσφορά χρήματος, ουσιαστικά σήμερα ακολουθούν μια γενικότερη μονεταριστική λογική, αφού θεωρούν ότι οι νομισματικές συνθήκες είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για την ονομαστική ζήτηση (που πρέπει να ελεγχθεί ώστε να μη ξεφύγει ο πληθωρισμός), ενώ το δεύτερο πρόβλημα τους είναι να βρουν τρόπους να μετρήσουν σωστά την προσφορά χρήματος.

Η πρόσδεση ουσιαστικά των κεντρικών τραπεζών στο μονεταριστικό άρμα (έστω και όχι με τρόπο που ικανοποιεί τον Φρίντμαν) συμβάδισε με την αναζωογόνηση των ιδεών της ελεύθερης αγοράς, που συνέβαλε καθοριστικά στην παγκοσμιοποίηση των αγορών χρήματος, κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών μετά το 1980.

Πριν ο μονεταρισμός επηρεάσει τα οικονομικά επιτελεία του Ρίγκαν και της Θάτσερ, οι κυβερνήσεις θεωρούσαν ότι ο πληθωρισμός ελέγχεται μόνο με ελέγχους μισθών και τιμών, ενώ ο μονεταρισμός, ως πιστός σύμμαχος των δυνάμεων της αγοράς, αντικατέστησε αυτούς τους ελέγχους στο όνομα της απαλλαγής των αγορών από διαστρεβλωτικές παρεμβάσεις.

Είναι όμως τελικά η Γερμανία -και όχι οι χώρες του Ρίγκαν και της Θάτσερ- που θεωρείται η πιο μονεταριστική στον κόσμο, καθώς λόγω της οδυνηρής ιστορικής εμπειρίας της με τον υπερπληθωρισμό, έχει ακόμα την πιο αυστηρά αντι-πληθωριστική στάση, με επίκεντρο την κεντρική της τράπεζα (Μπούντεσμπανκ), την οποία φυσικά κληροδότησε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της αντι-πληθωριστικής πολιτικής, το αμιγές «μονεταριστικό πείραμα» διήρκεσε μόνο από το φθινόπωρο του 1979 μέχρι το φθινόπωρο του 1982, πετυχαίνοντας όντως να ρίξει το επίπεδο τιμών αλλά με τίμημα την πολύ υψηλή ανεργία και παράλληλα αποτυγχάνοντας πλήρως να ελέγξει την προσφορά χρήματος.

Σήμερα η FED, προς απογοήτευση των μονεταριστών, δίνει μικρή σημασία στο ρυθμό αύξησης της προσφοράς χρήματος (ενώ η «γερμανόφιλη» ΕΚΤ είναι πιο προσεκτική), επιμένοντας στη συνεχή χρήση του εργαλείου των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, στο πλαίσιο μιας ενεργού αντι-κυκλικής πολιτικής, που δίνει σημασία και στην ανεργία εκτός του πληθωρισμού, αν και ο τελευταίος παραμένει σαφώς ο κυριότερος στόχος της.

Τελικά, ήταν μόνο στη Βρετανία της Θάτσερ που ο μονεταρισμός, αντίθετα με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία, αποτέλεσε το κεντρικό κορμό του πολιτικού προγράμματος των κυβερνώντων Tόρις. Στη Γερμανία οι πάγιες μονεταριστικές πολιτικές της Μπούντεσμπανκ συμβάδισαν με τις κυβερνητικές πολιτικές του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς είτε επί Σοσιαλδημοκρατών είτε επί Χριστιανοδημοκρατών. Στις ΗΠΑ ο μονεταρισμός υπήρξε απλώς μια όψη του κυβερνητικού προγράμματος του Ρίγκαν, μαζί με τον κεϊνσιανισμό και τα «οικονομικά της προσφοράς».

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή