Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Πολλοί μίλησαν για το τέλος του ΟΠΕΚ, για έλλειψη συνοχής, για δυσλειτουργία. Η αποτυχία της τελευταίας συνάντησης του ΟΠΕΚ, της δεύτερης μεγάλης αποτυχίας μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ενισχύει το γεγονός ότι «ο έλεγχος της αγοράς έχει περάσει πλέον στην ίδια την αγορά», όπως εκτιμούν ειδικοί στον χώρο της ενέργειας.
Τον Απρίλιο είχε προηγηθεί η συνάντηση της Ντόχα ανάμεσα στις κορυφαίες πετρελαιοπαραγωγούς, οι οποίες δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στους στόχους που είχαν θέσει. Ολοένα και περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι ΟΠΕΚ και Σαουδική Αραβία δεν είναι πλέον οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού, όπως συνέβαινε μόλις πριν από δύο έτη. Και συνεπώς, η αγορά θα είναι αυτή που θα υποδεικνύει προς τα πού θα κυμανθούν οι τιμές με νέα νόρμα το πλαίσιο των 60 έως 65 δολαρίων το βαρέλι τουλάχιστον για τους 6 με 12 προσεχείς μήνες. Μπορεί όμως και να μιλάμε για υψηλό πλαίσιο διακύμανσης των τιμών, εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η καθεμία από τις κορυφαίες παραγωγούς πετρελαίου είναι ακόμη σε θέση να διοχετεύει όση ποσότητα επιθυμεί στην αγορά. Γιατί πέρα από τους συμφιλιωτικούς τόνους Σαουδικής Αραβίας και Ιράν και τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα προκαλέσουν σοκ στην αγορά, ποια από τις δύο χώρες είναι διατεθειμένη να αναδιπλώσει τις φιλοδοξίες της; Το Ριάντ είναι αποφασισμένο να συνεχίσει τη σημερινή πολιτική του, ενώ η Τεχεράνη επιμένει οι ποσοστώσεις της παραγωγής της να βασίζονται στα ιστορικά επίπεδα του ΟΠΕΚ.
Το ζήτημα λοιπόν είναι ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει από τη συνάντηση του περυσινού Δεκεμβρίου, όπου αποφεύχθηκε να τεθεί οιοσδήποτε περιορισμός στις χώρες μέλη του καρτέλ. Και τα βαθιά χάσματα στους κόλπους του καρτέλ καλά κρατούν, παρότι ο ΟΠΕΚ αγωνίζεται να πείσει την αγορά ότι μπορεί να εργαστεί συλλογικά. Μήπως τελικά, η αγορά πετρελαίου αρχίζει να εξισορροπείται από μόνη της, καθώς ο αντίκτυπος των χαμηλών τιμών οδηγεί στην εξάλειψη περισσότερης παραγωγής υψηλού κόστους; Χωρίς αυτό να δίδει απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με τη δύναμη και την επιρροή του οργανισμού.