Το πλεονέκτημα του Wi-Fi (ασύρματου Ίντερνετ) είναι ότι πλέον βρίσκεται παντού, επιτρέποντας την εύκολη σύνδεση πολλών συσκευών. Το μειονέκτημά του είναι ότι καταναλώνει πολλή ενέργεια, «στραγγίζοντας» φορητές συσκευές.
Ερευνητές του University of Washington – επιστήμονες υπολογιστών και μηχανολόγοι μηχανικοί- απέδειξαν ότι είναι δυνατή η παραγωγή εκπομπών Wi-Fi με 10.000 φορές λιγότερη ενέργεια από τις συμβατικές μεθόδους, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη χρήση του ασύρματου Ίντερνετ.
Το «παθητικό Wi-Fi» (Passive Wi-Fi) καταναλώνει επίσης 1.000 φορές λιγότερη ενέργεια από υπάρχουσες οικονομικές ενεργειακά τεχνολογίες ασύρματης σύνδεσης, όωπς το Bluetooth Low Energy και το Zigbee.
Σχετικό paper θα παρουσιαστεί τον Μάρτιο στο 13ο USENIX Symposium on Networked Systems Design and Implementation.
Η συγκεκριμένη τεχνολογία ωστόσο έχει ήδη κατονομαστεί μία από τις 10 πιο επαναστατικές τεχνολογίες του 2016 από το MIT Technology Review.
Το Passive Wi-Fi επιτρέπει τη μετάδοση σημάτων Wi-Fi σε bit rates μέχρι 11 Mbps που μπορούν να αποκωδικοποιηθούν σε συσκευές με διασυνδεσιμότητα Wi-Fi.
Οι ταχύτητες αυτές βρίσκονται πιο χαμηλά από τις μέγιστες ταχύτητες Wi-Fi, αλλά είναι 11 φορές υψηλότερες από αυτές του Bluetooth.
Η συγκεκριμένη τεχνολογία αναμένεται να φέρει επανάσταση στον τομέα του «Internet of Things», με τις δεκάδες διασυνδεδεμένες συσκευές που θα απαρτίζουν το «έξυπνο σπίτι».
Για να επιτευχθεί ο στόχος, οι ερευνητές στην ουσία διαχώρισαν τις ψηφιακές και τις αναλογικές λειτουργίες που περιλαμβάνουν οι ραδιοεκπομπές (το αναλογικό κομμάτι καταναλώνει ακόμα πολλή ενέργεια).
Τις αναλογικές, ενεργοβόρες λειτουργίες αναλαμβάνει μία μεμονωμένη συσκευή στο δίκτυο (όπως η παραγωγή ενός σήματος σε συγκεκριμένη συχνότητα).
Μια ακολουθία αισθητήρων παράγει Wi-Fi πακέτα δεδομένων χρησιμοποιώντας πολύ λίγη ενέργεια, απλά ανακλώντας και απορροφώντας το σήμα, μέσω ενός ψηφιακού διακόπτη. Υπό ρεαλιστικές συνθήκες, οι αισθητήρες μπορούν να επικοινωνούν με ένα smartphone ακόμα και σε απόσταση 30 μέτρων.
Όσον αφορά στη «βαριά» δουλειά, την κάνει η προαναφερθείσα συσκευή, τη στιγμή που οι «παθητικές» συσκευές απλά κάνουν ανακλάσεις για τους σκοπούς των Wi-Fi πακέτων – και από τη στιγμή που οι αισθητήρες παράγουν πακέτα Wi-Fi, μπορούν να επικοινωνούν απευθείας με συσκευές Wi-Fi.