Η δημοσιογράφος των «Νιου Γιορκ Τάιμς», Τζούντιθ Μίλερ, αφέθηκε ελεύθερη έπειτα από τρεις μήνες φυλάκισης, επειδή είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τις αρχές σε έρευνα για το πώς διέρρευσε στον Τύπο το όνομα μυστικής πράκτορος της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της CIA.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για την πράκτορα, Βάλερι Πλέιμ, της οποίας ο διπλωμάτης σύζυγος Τζόζεφ Γουίλσον είχε αμφισβητήσει με άρθρο του την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, το οποίο ήταν το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης Μπους για την έναρξη του πολέμου.
Ο Αμερικανός διπλωμάτης υποστηρίζει ότι η αποκάλυψη της ιδιότητας της συζύγου ήταν μια πράξη «αντεκδίκησης» της κυβέρνησης Μπους.
Η Τζούντιθ Μίλερ συμφώνησε να καταθέσει έχοντας λάβει πρώτα το «πράσινο φως» από την πηγή του ρεπορτάζ της. «Η πηγή μου οικειοθελώς με απελευθέρωσε από τη δέσμευση της εμπιστευτικότητας σε ό,τι αφορά τις συνομιλίες μας», είπε η δημοσιογράφος.
Αρχικώς, ο δικαστής Πάτρικ Φιτζέραλντ προτίθετο να ασκήσει δίωξη κατά της Μίλερ αλλά και του δημοσιογράφου του περιοδικού «Τάιμ», Μάθιου Κούπερ. Στις αρχές Ιουλίου, το «Τάιμ» για να προστατεύσει τον ρεπόρτερ του, Μάθιου Κούπερ, παραδίδει όλες τις σημειώσεις του στο δικαστήριο.
Ο Κούπερ αποφάσισε να καταθέσει. Η Μίλερ αρνήθηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή.
Οταν πρόκειται για την υπεράσπιση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, τα δύο έντυπα «Τάιμ» και «Νιου Γιόρκ Τάιμς» βρίσκονται συνήθως στο ίδιο στρατόπεδο. Αλλά, τον Ιούλιο οι δρόμοι τους χώρισαν, και το «Τάιμ» κατηγορείται για προδοσία.
Μην αποκαλύπτεις τις πηγές σου
Ωκεανοί μελάνης έχουν χυθεί για να καταγγελθούν οι δικαστικές αρχές που καταδιώκουν τους δημοσιογράφους. Η αρχή «Μην αποκαλύπτεις τις πηγές σου» είναι μια από τις ιερές εντολές της δημοσιογραφίας, επισημαίνει η Μέρι Ντεζέφσκι στην «Ιντιπέντεντ». Και υπάρχουν σοβαροί λόγοι γι'αυτό. Οι «πηγές» ενός δημοσιογράφου δεν πρέπει να φοβούνται ότι κινδυνεύει η ζωή τους ή η σωματική τους ακεραιότητα με τη δημοσίευση των πληροφοριών που παρέχουν. Ενας εργοδότης ή κάποιο άλλο ενεχόμενο μέρος μπορεί να κάνει έρευνα για να αποκαλύψει τον υπεύθυνο μιας διαρροής, δεν μπορεί όμως σε αυτό να είναι συνυπεύθυνοι οι δημοσιογράφοι.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ακεραιότητα της δημοσιογραφίας: όταν ένας δημοσιογράφος κατονομάζει μια πηγή πιεζόμενος από το κράτος, ή κάποια άλλη εξουσία, διακυβεύεται η ανεξαρτησία της τέταρτης εξουσίας.
Και ο τρίτος λόγος σχετίζεται με το ίδιο το συμφέρον των δημοσιογράφων: όταν ένας δημοσιογράφος προδώσει μια φορά την πηγή του, πολύ δύσκολα θα αποσπάσει ξανά μια απόρρητη πληροφορία που είναι δυσάρεστη για τις αρχές ή κάποιον υψηλά ιστάμενο. Από την άλλη πλευρά, ένας δημοσιογράφος που έχει τη φήμη ότι κρατά απόρρητες τις πηγές του διευκολύνει και άλλες πηγές να του μιλήσουν.
Ενα κλασικό παράδειγμα είναι η ιστορία με το «Βαθύ Λαρύγγι», που έδωσε πληροφορίες για το «Ουότεργκεϊτ» με αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο πρόεδρος Νίξον να παραιτηθεί. Η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο ίδιος ήταν πια ηλικιωμένος. Αλλά και πάλι, στην αποκάλυψη αυτή δεν ενεπλάκη κανένας από τους δύο δημοσιογράφους.
Πηγή: Independent, BBC