Μπορεί να υπάρχει η αίσθηση ότι οι «σύγχρονοι» άνθρωποι της πόλης, οι οποίοι «πνίγονται» ανάμεσα στα οικονομικά άγχη και τους τεχνολογικούς πειρασμούς, δεν ξεκουράζονται αρκετά, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φυλές τα μέλη των οποίων κοιμούνται ακόμα λιγότερο.
Πρόκειται για τους Χάντζα της Τασμανίας, τους Σαν της Ναμίμπια και τους Τσιμάνε της Βολιβίας, οι οποίοι σύμφωνα με μία νέα μελέτη, μένουν ξύπνιοι μέχρι αργά το βράδυ, κοιμούνται κατά μέσο όρο λιγότερο από 6,5 ώρες τη νύχτα και σπάνια παίρνουν έναν μεσημεριανό υπνάκο, κι ας είναι απαλλαγμένοι από τα «βάσανα» του δυτικού πολιτισμού.
Η νέα αυτή αμερικανική επιστημονική έρευνα εξέτασε φυλές που ακολουθούν ακόμη τον πρωτόγονο τρόπο ζωής των παλαιολιθικών κυνηγών - τροφοσυλλεκτών, και απομυθοποιεί την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως ο σύγχρονος πολιτισμός φταίει που οι άνθρωποι κοιμούνται λίγο.
Οι επιστήμονες δεν αποκλείουν και οι μακρινοί πρόγονοί μας να μην κοιμούνταν τελικά το «ενδεδειγμένο» οκτάωρο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχιατρικής του Ινστιτούτου Νευροεπιστήμης και Ανθρώπινης Συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Λος 'Αντζελες (UCLA) Τζερόμ Σίγκελ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Current Biology», σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, μελέτησαν τις συνήθειες τριών απομονωμένων φυλών της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής.
Ο Σίγκελ, πρώην πρόεδρος της Εταιρείας Μελετών του Ύπνου, θεωρείται διεθνής αυθεντία στα θέματα του ύπνου και κατά την τελευταία διετία συνεργάσθηκε με ανθρωπολόγους, στρέφοντας το ενδιαφέρον του για πρώτη φορά στο πόσο κοιμούνται οι άνθρωποι που συνεχίζουν να έχουν παραδοσιακό τρόπο ζωής, μακριά ακόμα και από τον ηλεκτρισμό.
Το συμπέρασμα της έρευνας αμφισβητεί την κυρίαρχη αντίληψη για τις συνήθειες των προβιομηχανικών ανθρώπων, καθώς φαίνεται ότι οι συνήθειες του ύπνου στη βιομηχανική και μεταβιομηχανική εποχή δεν διαφέρουν και τόσο από εκείνες στην προβιομηχανική.
«Υπήρχε ανέκαθεν ο ισχυρισμός ότι η σύγχρονη ζωή έχει μειώσει τις ώρες του ύπνου, σε σχέση με το πόσο κοιμούνταν οι πρόγονοί μας. Όμως τα ευρήματά μας δείχνουν ότι αυτό είναι ένας μύθος», δήλωσε ο Σίγκελ.
Όπως διαπιστώθηκε, οι «σύγχρονοι πρωτόγονοι», παρόλο που δεν έχουν ηλεκτρικό ρεύμα, δεν πέφτουν για ύπνο μόλις δύσει ο ήλιος (όπως πολλοί νόμιζαν έως τώρα), αλλά κοιμούνται κατά μέσο όρο 3,5 ώρες μετά τη δύση. Μέχρι να κοιμηθούν, καθισμένοι γύρω από τη φωτιά στον καταυλισμό τους τρώνε, ετοιμάζουν το φαγητό της επόμενης μέρας, φτιάχνουν βέλη ή απλώς κάνουν μελλοντικά σχέδια.
Η μέση διάρκεια του ύπνου τους είναι έξι ώρες και 25 λεπτά (από 5,7 έως 7,1 ώρες), ενώ ποικίλει ανάλογα με την εποχή του έτους (έξι ώρες το καλοκαίρι και επτά τον χειμώνα). Ο χρόνος αυτός αντιστοιχεί στο κάτω όριο του ύπνου του μέσου ενήλικα στις ανεπτυγμένες χώρες σήμερα. Επιπλέον, οι «πρωτόγονοι» σπανιότατα ρίχνουν έναν υπνάκο τα μεσημέρια, ενώ συνήθως ξυπνάνε λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος.
Παρά τον σχετικά λίγο ύπνο, οι πρωτόγονοι δεν φαίνεται να έχουν προβλήματα υγείας, όπως τάση για παχυσαρκία, υψηλή αρτηριακή πίεση και χοληστερόλη. Επίσης, δεν πάσχουν από αϋπνία, σε βαθμό να μην έχουν καν τη σχετική λέξη στο λεξιλόγιό τους.
Μόνο το 1,5% έως 2,5% μένουν άυπνοι για πάνω από μια νύχτα μέσα στο έτος, όταν συγκριτικά το αντίστοιχο ποσοστό χρόνιας αϋπνίας στις σύγχρονες τεχνολογικές κοινωνίες κυμαίνεται από 10% έως 30%.