Η κεντρική κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και οι τοπικές αρχές της Βόρειας Ιρλανδίας θα προσπαθήσουν να αρχίσουν και πάλι τις συνομιλίες ανάμεσα στο προτεσταντικό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) και το καθολικό εθνικιστικό, προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της κυβέρνησης συνασπισμού, ο σχηματισμός της οποίας έδωσε τέλος σε μία πολυετή περίοδο βίαιης αντιπαράθεσης.
Η κυβέρνηση συνασπισμού της Βόρειας Ιρλανδίας βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης έπειτα από την παραίτηση του πρωθυπουργού της, Πίτερ Ρόμπινσον, με αφορμή δολοφονία η οποία συνδέεται με πρώην μέλη του παραστρατιωτικού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA).
Το κόμμα DUP του Ρόμπινσον, το κυριότερο φιλο-βρετανικό κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, δεν έχει ακόμη δεσμευτεί να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις μέχρι να ικανοποιηθεί το αίτημά του ότι αυτές θα περιλαμβάνουν την παραστρατιωτική δράση που συνδέεται με το Σιν Φέιν, τον εθνικιστή εταίρο του στην κυβέρνηση και πρώην πολιτική πτέρυγα του IRA.
«Είμαστε πολύ προσηλωμένοι στις συνομιλίες, αλλά θα περιμένουμε να δούμε τι θα προτείνει η βρετανική κυβέρνησή μας και τότε θα λάβουμε την απόφασή μας», δήλωσε την Κυριακή στο ιρλανδικό εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο RTE η προσωρινή πρωθυπουργός της Β. Ιρλανδίας, Αρλίν Φόστερ, υπουργός Οικονομικών και μοναδική υπουργός του DUP που δεν παραιτήθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Το Σιν Φέιν ισχυρίζεται ότι ο IRA δεν υφίσταται πλέον, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της αστυνομίας ότι νυν και πρώην μέλη του εξακολουθούν να εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες. Επιπλέον, το Σιν Φέιν έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα επιτρέψει το ζήτημα αυτό να αποτελέσει προϋπόθεση για την διεξαγωγή συνομιλιών.
Η Βρετανή υπουργός Βόρειας Ιρλανδίας, Τερέζα Βίλιερς, έχει επίσης δηλώσει ότι ο IRA υφίσταται και ότι η δημιουργία ανεξάρτητης αρχής που θα εξετάσει το ζήτημα της διάλυσης των παραστρατιωτικών οργανώσεων είναι «μία από τις πιο αξιόπιστες ιδέες».
Αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (που περιλαμβάνει όλο το υπόλοιπο νησί πλην της Βόρειας), Τσάρλι Φλάναγκαν, δήλωσε ότι απαιτείται μία μορφή ανεξάρτητης εποπτικής αρχής και ότι «δεν αρκεί οι πολιτικοί να λένε ότι είναι καθαροί».