Μπείτε στον κόσμο των προνομίων της Ναυτεμπορικής. Γίνετε συνδρομητής στην έντυπη έκδοση και αποκτήστε άμεση πρόσβαση σε όλα τα Premium Services.
Η εικόνα έχει τη δύναμη να καταγράφει στιγμές της ιστορίας, να αναδεικνύει τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, να αποτυπώνει την ανθρώπινη τραγωδία, τις φυσικές καταστροφές, τον πόλεμο. Το πρακτορείο Reuters συμπληρώνει 30 χρόνια ιστορίας στο φωτορεπορτάζ και οι αφανείς ήρωες των ιστοριών που κάλυψε στο διάστημα αυτό παίρνουν τον λόγο, εξηγώντας μας την ιστορία των φωτογραφιών τους.
Επιμέλεια: Κατερίνα Κατσιδήμα, Σταυρούλα Παπαβασιλείου, Μαρία Πετειναράκη, Ασημένια Πέτση
ΠΡΟΣΟΧΗ περιλαμβάνονται σκληρές εικόνες.
Μία γυναίκα κλαίει, καθώς αναζητά την τετράχρονη κόρη της και το σύζυγό της πάνω στα συντρίμμια ενός σχολείου που καταστράφηκε από το σεισμό, στο Μπεϊτσουάν, στην επαρχία Σιτσουάν, 17 Μαϊου 2008.
Ο Jason Lee περιγράφει: «Ήταν η πέμπτη ημέρα από τότε που ο θανατηφόρος σεισμός ταρακούνησε τη νοτιοδυτική Κίνα. Κόσμος εξακολουθούσε να ψάχνει για επιζώντες στα συντρίμμια της περιοχής Μπεϊτσουάν».
«Κατολίσθηση που προκλήθηκε από το σεισμό κατέστρεψε έναν παιδικό σταθμό και η γυναίκα που απεικονίζεται, μητέρα ενός τετράχρονου κοριτσιού που θάφτηκε κάτω από τα συντρίμμια, εξακολουθεί να φωνάζει το όνομα της κόρης της, καθώς νιώθει υπεύθυνη για το θάνατό της».
«Καθώς φωτογράφιζα τους στρατιώτες που αναζητούσαν επιζώντες στα ερείπια, η απεγνωσμένη φωνή της γυναίκας τράβηξε την προσοχή μου. Προσπάθησα να πλησιάσω ήσυχα και να βρεθώ μπροστά της να τη φωτογραφίσω, ενώ μετά από λίγο αναζήτησα τους συγγενείς της για περισσότερες λεπτομέρειες».
«Το πρωί του σεισμού, η κόρη της, της είχε πει ότι δεν αισθανόταν πολύ καλά και δεν ήθελε να πάει στον παιδικό σταθμό. Η μητέρα νομίζοντας ότι η μικρή λέει ψέματα για να αποφύγει το σχολείο, δεν την άφησε να κάτσει σπίτι. Τώρα αισθανόταν ότι η κόρη της χάθηκε εξαιτίας της, καθώς αν την άφηνε να μείνει σπίτι θα ήταν ακόμη ζωντανή».
«Ο θρήνος της γυναίκας και η ιστορία που τη συνοδεύει άφησε ένα βαθύ σημάδι μέσα μου, θυμίζοντάς μου τη σκληρότητα της φύσης. Ήμουν 33 χρονών τότε και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η καριέρα μου. Μετά την κάλυψη του σεισμού αυτού, ένιωσα ότι ήταν στιγμή να κάνω οικογένεια και να δημιουργήσω ένα “ζεστό σπίτι”».
Φλόγες τυλίγουν το αυτοκίνητο του Ολλανδού πιλότου της Φόρμουλα 1 Γιος Φερστάπεν και το πλήρωμα της Benetton Ford, κατά τη διάρκεια ανεφοδιασμού στο γερμανικό Grand Prix της F-1, στις 31 Ιουλίου του 1994.
Ο φωτογράφος Joachim Herrmann εξηγεί: «Κάλυπτα τον αγώνα της F1 στο Χοκενχάιμ της Γερμανίας και ήμουν ένας από τους φωτογράφους στα pits κατά τη διάρκεια του αγώνα. Η ομάδα του Φερστάπεν της Benetton είχε προβλήματα κατά τον ανεφοδιασμό του αυτοκινήτου: βενζίνη πεταγόταν σε όλη την περιοχή, πριν το όχημα πιάσει φωτιά. Η πυρκαγιά έσβησε γρήγορα και ο οδηγός υπέστη μικροτραυματισμούς».
«Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε ένα τέτοιο ατύχημα και "έπιασα" όλες τις σημαντικές στιγμές: τη βενζίνη που πεταγόταν, τη φωτιά, τον οδηγό να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Χρησιμοποίησα μία Canon με φακό 2.8 70/200 χιλιοστών. Η φωτογραφία κυκλοφόρησε ευρέως, έπαιξε παγκοσμίως και είναι μία από τις φωτογραφίες για τις οποίες είμαι γνωστός. Κόσμος εξακολουθεί να την αναφέρει σε συζητήσεις, αν και τραβήχτηκε το 1994. Ήταν δύσκολο να μην κάνω πολλές λήψεις διότι στο φιλμ έχεις μόνο 36 καρέ. Δεν ήμουν σίγουρος πόσα καρέ είχα ακόμη, οπότε έπρεπε να φωτογραφίζω καρέ-καρέ προσέχοντας να μην μου τελειώσει. Επιπλέον, δεν θα μπορούσα να επιστρέψω στα pits εάν έφευγα, γεγονός που σήμαινε ότι έπρεπε να βρω έναν εναλλακτικό τρόπο να στείλω το φιλμ στον εκδότη μου, κάτι που επετεύχθη με τη βοήθεια ενός υπαλλήλου».
Το Βόρειο Σέλας, πάνω από τα σύννεφα τέφρας του ηφαιστείου Εϊγιαφιατλαγιοκούλ στην Ισλανδία, 22 Απριλίου 2010.
Ο Lucas Jackson περιγράφει: «Το σύννεφο τέφρας έφερε τη μεγαλύτερη αναστάτωση στις ευρωπαϊκές αερομεταφορές από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μόνος τρόπος πρόσβασης στην Ισλανδία ήταν με πτήση από τη Βόρεια Αμερική».
«Ταξίδεψα κατά τη διάρκεια της νύχτας, φθάνοντας στο αεροδρόμιο Keflavik στις 6:30 το πρωί στις 17 Απριλίου. Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο και οδήγησα ανατολικά ακολουθώντας το σύννεφο τέφρας στον ορίζοντα. Η δυσκολία της αποστολής άρχισε να φαίνεται όλο και περισσότερο, καθώς συνειδητοποίησα ότι απαιτούσε προσεκτικό σχεδιασμό και όχι στιγμιαία αντίδραση. Το να εξασφαλίσω εικόνες της έκρηξης εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες. Το νέφος θα ήταν αόρατο αν είχε συννεφιά και, εάν είχε άπνοια η τέφρα θα αποτυπωνόταν σαν ομίχλη».
«Το τελευταίο βράδυ στάθηκα τυχερός και ένιωσα ευλογημένος, καθώς αντίκρισα το Βόρειο Σέλας, ενώ η λάβα φώτιζε την τέφρα από χαμηλά. Πάντα θα θυμάμαι αυτή την αποστολή με μεγάλη νοσταλγία. Νιώθω τυχερός που μπόρεσα να καταγράψω με το φακό μου την έκρηξη, έτσι ώστε ο κόσμος να μπορεί να θαυμάσει το μεγαλείο της μητέρας φύσης».
Ο λοχίας William Olas Bee, ένας Αμερικανός πεζοναύτης της 24ης Εκστρατευτικής Μονάδας Πεζοναυτών, γλιτώνει παρά τρίχα, έπειτα από επίθεση μαχητών Ταλιμπάν κοντά στην πόλη Γκάρμσερ, στην περιφέρεια Χελμάντ του Αφγανιστάν, όπως απεικονίζεται στη φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 18 Μαΐου του 2008.
Ο φωτογράφος Goran Tomasevic: «Εάν δεν είχα ήδη εστιάσει την κάμερά μου στον πεζοναύτη όταν η σφαίρα χτύπησε τον τοίχο, με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσα να αντιδράσω αρκετά γρήγορα, προκειμένου να τραβήξω εκείνες τις εικόνες. Δευτερόλεπτα νωρίτερα, καθόμουνα ανέμελα στην έντονη ζέστη της ερήμου του Αφγανιστάν, διώχνοντας από κοντά μου γιγαντιαία μυρμήγκια, και αναρωτιόμουν πότε θα μπορέσω να δοκιμάσω τον καινούριο μου φωτογραφικό φακό των 24 χιλιοστών».
«Πυροβολισμοί ακούστηκαν έξω από την περίμετρο του στρατοπέδου των Αμερικανών πεζοναυτών που φρουρούσαν την περιοχή του Γκάρμσερ, ένα προπύργιο των Ταλιμπάν στην επαρχία Χελμάντ, τη μεγαλύτερη περιοχή παραγωγής οπίου στον πλανήτη. Άρπαξα τις μπότες και την κάμερά μου και έτρεξα για να δω. Στη συνέχεια, οι πυροβολισμοί άρχισαν και πάλι. Οι πεζοναύτες άνοιξαν πυρ με βαριά πολυβόλα. Οι Ταλιμπάν απάντησαν με πυροβολισμούς. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να πάω πίσω και να φορέσω το παντελόνι μου. Άρπαξα επίσης το αλεξίσφαιρο γιλέκο μου, το κράνος και λίγο νερό. Αμέσως μόλις πήγα έξω, οι πυροβολισμοί ξανάρχισαν».
«Ο λοχίας William Bee ήταν εκεί με το M-16 του. Σηκώθηκε και στόχευσε με το τουφέκι του πάνω στον τοίχο. Ξαφνικά, φάνηκε να εκρήγνυται από μία βολή που κατευθυνόταν προς το μέρος του και ο Bee έπεσε στο έδαφος. Άφησα τις κάμερές μου και έτρεξα προς το μέρος του. Έπιασα το κεφάλι και το λαιμό του περιμένοντας να νιώσω το αίμα, αλλά δεν αιμορραγούσε. Λίγο αργότερα, χαμογελούσε διάπλατα. Ήταν η τυχερή του μέρα. Δεν είχε χτυπηθεί ή τραυματιστεί σοβαρά».
Κάτοικοι του Βουκουρεστίου προφυλάσσονται από πυρά κατά τη διάρκεια συγκρούσεων στην πλατεία Δημοκρατίας στο κέντρο της πόλης, στις 23 Δεκεμβρίου 1989.
Ο φωτογράφος Charles Platiau αφηγείται: «Στις 22 Δεκεμβρίου 1989, το μυαλό μου ήταν γεμάτο αναμνήσεις από την πρόσφατη πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ήμουν έτοιμος να γιορτάσω τα Χριστούγεννα με την οικογένεια μου αλλά ο Ρουμάνος κομμουνιστής δικτάτορας Νικολάε Τσαουσέσκου άλλαξε τα σχέδια μου».
«Με το αφεντικό μου βλέπαμε ζωντανά στην τηλεόραση τον Τσαουσέσκου να εγκαταλείπει το Βουκουρέστι με ελικόπτερο. Έτρεξα στο αεροδρόμιο και ήμουν αρκετά τυχερός ώστε να βρω μια πτήση ναυλωμένη από τους Γιατρούς του Κόσμου. Προσγειωθήκαμε στην Βουλγαρία και πήρα ταξί για τα Ρουμανικά σύνορα, τα οποία δεν είχαν κλείσει ακόμα. Εκεί με ωτοστόπ έφτασα στην πρωτεύουσα. Το απόγευμα πήγα στο κέντρο του Βουκουρεστίου όπου είχαν ξεκινήσει οι οδομαχίες χρησιμοποιώντας.. το μετρό. Δεν είχα μαζί μου ούτε κράνος, ούτε αλεξίσφαιρο γιλέκο, μόνο την αθωότητα της νεότητας και τον ενθουσιασμό να είμαι μάρτυρας σε ένα ιστορικό γεγονός: Μια επανάσταση».
«Φωτογράφιζα κατοίκους να κρύβονται και τις οδομαχίες ανάμεσα σ’ ένα τανκ και σε στρατιώτες υποστηρικτές του Τσαουσέσκου, στην πλατεία Δημοκρατίας. Δεν υπήρχε χρόνος για παραπάνω φωτογραφίες, προλάβαινα να στείλω μια μόνο έγχρωμη εκτυπωμένη για τις προθεσμίες της Κυριακάτικης εφημερίδας. Υπήρχαν μόνο 2 τηλεφωνικές γραμμές στο ξενοδοχείο και πάρα πολλοί δημοσιογράφοι που προσπαθούσαν να στείλουν τις ιστορίες τους. Κράτησα ανοιχτή την τηλεφωνική γραμμή για 10 ημέρες ώστε να προλάβω να στέλνω φωτογραφίες και ιστορίες».
«Η φωτογραφία ήταν στην πρώτη σελίδα στις περισσότερες διεθνείς εφημερίδες. Δεν ήταν η καλύτερη της Επανάστασης αλλά μία από τις πρώτες έγχρωμες που κυκλοφόρησαν στα μέσα ενημέρωσης. Μου θυμίζει πόσο δύσκολο ήταν να κυκλοφορείς με τον βαρύ εξοπλισμό που απαιτούνταν, ζύγιζε περίπου 80 κιλά».
Κούρδοι πρόσφυγες παλεύουν για μια φρατζόλα ψωμί κατά τη διάρκεια διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας στο σύνορα Ιράκ-Τουρκίας, στις 5 Απριλίου 1992. Ο Έλληνας φωτογράφος του Reuters, Γιάννης Μπεχράκης αναφέρει ότι μετά το τέλος του πρώτου πολέμου στο Ιράκ περίπου 1,5 εκατομμύρια Κούρδοι προσπαθούσαν, σε κατάσταση πανικού, να ξεφύγουν από τις δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν.
«Περίπου 600.000 εξ αυτών κατέφυγαν στην Τουρκία, αλλά οι μισοί αποκλείστηκαν στα βουνά της τουρκο-ιρακινής μεθορίου. Επέβαινα στο όχημα που μετέφερε ψωμί στους Κούρδους που είχαν αποκλειστεί στα βουνά με τις χιονισμένες κορυφές. Καθώς το φορτηγό κινούνταν αργά πάνω στον επικίνδυνο χωματόδρομο, δέχθηκε επίθεση από εκατοντάδες πεινασμένους πρόσφυγες, οι οποίοι πάλευαν μεταξύ τους, αλλά και με τους διανομείς της ανθρωπιστικής βοήθειας. Οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν απέναντι στα κύματα των πεινασμένων ανθρώπων».
«Ήταν εξαιρετικά δύσκολο το να φτάσω μέχρι το βουνό προκειμένου να καλύψω το θέμα. Θυμάμαι να φεύγω από το ξενοδοχείο κάθε πρωί στις 4, ώστε να είμαι στους πρόποδες του βουνού δυόμιση ώρες αργότερα. Στη συνέχεια έκανα ωτοστόπ στο όχημα που μετέφερε το ψωμί ή σε εκχιονιστικά. Κάποτε, τα χέρια μου ήταν τόσο παγωμένα που δεν μπορούσα να τα ξεκολλήσω από το εκχιονιστικό στο οποίο επέβαινα. Εικόνες όπως αυτή βοήθησαν στο να ασκηθεί πίεση στην τουρκική κυβέρνηση ώστε να επιτρέψει την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Αποτέλεσαν επίσης ένα «καμπανάκι» προς τη διεθνή κοινότητα, σχετικά με τα τραγικά συμβάντα σε αυτή τη γωνιά του κόσμου. Ήταν η πρώτη φορά που κάλυπτα μια ανθρωπιστική κρίση και είχα εκπλαγεί με τη σκληρότητα την οποία επιδείκνυαν ορισμένοι απέναντι σε απροστάτευτους ανθρώπους. Αντιλήφθηκα, επίσης, ότι το φωτορεπορτάζ είναι ένα πολύ ισχυρό εργαλείο που μπορεί να κάνει τη διαφορά και να βοηθήσει τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη».
Ένας Γεωργιανός κλαίει καθώς κρατά το άψυχο σώμα του αδερφού του, μετά από βομβαρδισμό στο Γκόρι, 80 χιλιόμετρα από την Τιφλίδα, στις 9 Αυγούστου 2008.
Ο φωτογράφος Gleb Garanich περιγράφει: «Ήμουν έτοιμος να φύγω για διακοπές όταν με κάλεσε το αφεντικό μου, αναθέτοντάς μου την κάλυψη της εξελισσόμενης σύγκρουσης μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας. Μέσα σε λίγες ώρες αναχώρησα για το αεροδρόμιο και περίπου τα μεσάνυχτα προσγειώθηκα στην Τιφλίδα. Νωρίς την επόμενη μέρα, πήγα στη γεωργιανή πόλη Γκόρι, μαζί με συναδέλφους από την τηλεόραση του Reuters. Τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες και έπειτα αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς το Τσχινβάλι, την πρωτεύουσα της αυτόνομης περιοχής της Νότιας Οσετίας».
«Μέσα σε δέκα λεπτά, ο φωτογράφος μας στην Τιφλίδα, Dato, μας ενημέρωσε μέσω του γουόκι-τόκι που είχα μαζί, ότι βρισκόταν σε εξέλιξη βομβαρδισμός στα περίχωρα του Γκόρι. Πέντε λεπτά αργότερα, μια σειρά από βόμβες άρχισαν να εκρήγνυνται σε μια άλλη περιοχή ενώ κατευθυνόμασταν πίσω στην Τιφλίδα. Ενημέρωσα τον Dato για την κατάσταση. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο συνεργάτης μας έφθασε στο σημείο και ανέφερε σημαντικές καταστροφές και θύματα, ενώ πολύ σύντομα φθάσαμε κι εμείς».
«Στο δρόμο, Γεωργιανοί στρατιώτες μετέφεραν τραυματίες και νεκρούς έξω από κτήρια. Τότε είδα έναν άντρα σε μία γειτονική αυλή να θρηνεί πάνω από το πτώμα του αδερφού του. Γεωργιανοί στρατιώτες προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να καλύψει το πτώμα με μία κουβέρτα, αλλά δεν τους άφησε, πετώντας προς το μέρος τους το κινητό του τηλέφωνο και μην επιτρέποντας σε κανέναν να πλησιάσει τη σορό. Έσκισε τη μπλούζα του και προσπάθησε να καλύψει το σώμα του αδερφού του με αυτή, ενώ στη συνέχεια έκατσε κάτω και τον αγκάλιασε. Δέκα λεπτά αργότερα, καθώς οι γείτονες τον είχαν ηρεμήσει, οι στρατιώτες απομάκρυναν τη σορό».
Ισραηλινοί στρατιώτες θρηνούν κατά τη διάρκεια της κηδείας του συντρόφου τους Alex Mashavisky, σε ένα νεκροταφείο στην Μπιρσίμπα, 7 Ιανουαρίου 2009.
Ο φωτογράφος Eric Gaillard περιγράφει: «Βρισκόμουν στο Ισραήλ για να βοηθήσω στο γραφείο του Reuters στην Ιερουσαλήμ, την περίοδο της επίθεσης στη Λωρίδα της Γάζας, τον Ιανουάριο του 2009. Μου ζήτησαν να μεταβώ στην Μπιρσίμπα να καλύψω την κηδεία ενός Ισραηλινού στρατιώτη, του Alex Mashavisky, ο οποίος σκοτώθηκε σε μία επιχείρηση στη Γάζα».
«Κατά τη διάρκεια της κηδείας υπήρχε μεγάλη συγκίνηση, ενώ μέσα σε λίγα λεπτά, μία ρουκέτα εξερράγη κοντά στο νεκροταφείο και όλοι έπρεπε να πέσουν στο έδαφος για κάλυψη. Ήταν ταυτόχρονα μία σουρεαλιστική και πραγματικά πολύ συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή. Το μέρος ήταν πολύ στενάχωρο και υπήρχαν υπερβολικά πολλοί φωτογράφοι. Ήταν πρόκληση να βρεθεί ένα σημείο όπου θα μπορούσα να παρακολουθώ την τελετή και να τραβάω φωτογραφίες».
Υπάλληλοι της Lehman Brothers στέκονται στην αίθουσα συνεδριάσεων στα γραφεία της επιχείρησης, στην περιοχή Κάναρι Γουάρφ στο Λονδίνο, στις 11 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο φωτογράφος Kevin Coombs διηγείται: «Είναι μια πολύ απλή ιστορία. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον 4ο όροφο των γραφείων μας, απέναντι από την Lehman Brothers. Ενώ δούλευα, πρόσεξα 3-4 από τους δημοσιογράφους μας να κοιτάνε έξω από το παράθυρο, κάτι αρκετά περίεργο για το πολυάσχολο γραφείο μας. Τότε άρπαξα την φωτογραφική μου μηχανή και έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Ήξερα ότι η Lehman Brothers αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και ότι απέναντι μας ήταν το κτήριο της».
«Καθώς φωτογράφιζα μέσα από παχύ τζάμι σκεφτόμουν τον καλύτερο τρόπο να αποφύγω τις αντανακλάσεις που αυτό προκαλούσε. Δεν είχα καταλάβει τη σημασία της φωτογραφίας μέχρι που γύρισα στο γραφείο μου και είδα ότι η μετοχή της Lehman κατρακυλούσε. Ήταν πια προφανές ότι αυτή ήταν μια πολύ σημαντική συνεδρίαση. Η φωτογραφία αυτή χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να απεικονίσει την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Για μένα ήταν πάρα πολύ περίεργο να φωτογραφίζω από το γραφείο μου. Αλλά έτσι αποδεικνύεται ότι οι καλές φωτογραφίες βγαίνουν μόνο όταν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και την κάμερα πάντα δίπλα σου».
Υποστηρικτής της αντιπολίτευσης κρατά laptop με εικόνες από τους πανηγυρισμούς στην πλατεία Ταχρίρ, μετά την παραίτηση του Αιγύπτιου Προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ στις 11 Φεβρουαρίου 2011.
Ο Dylan Martinez περιγράφει: «Ήμουν αρκετά τυχερός που ήμουν ανταποκριτής στην Αίγυπτο το 2011, όταν συνέβη αυτό που πλέον αποκαλούμε Επανάσταση του Facebook. Χιλιάδες Αιγύπτιοι ήταν στους δρόμους απαιτώντας το τέλος της 30χρονης κυβέρνησης του Μουμπάρακ. Όταν έφτασα στην Αίγυπτο οι τελωνειακοί υπάλληλοι στο αεροδρόμιο κατέσχεσαν σχεδόν όλο τον εξοπλισμό μου. Ευτυχώς μετά από συζητήσεις 4 ωρών ένα από αυτούς με λυπήθηκε και μου επέτρεψε να κρατήσω την Nikon D700 και τον φακό 50mm».
«Την ημέρα που τράβηξα αυτή την φωτογραφία θα την θυμάμαι για πάντα. Είχα περάσει δύο εβδομάδες άγρυπνος, είχα συλληφθεί μια φορά και με είχαν δείρει οι διαφωνούντες με την Επανάσταση. Τη στιγμή που ανακοινώθηκε η αποχώρηση του Μουμπάρακ ήμουν στην πλατεία Ταχρίρ. Οι άνθρωποι γύρω μου άρχισαν να κλαίνε από χαρά και άλλοι να χοροπηδάνε. Η στιγμή ήταν ιστορική αλλά όλα ήταν τόσο σκοτεινά που δεν μπορούσα να τραβήξω σωστές φωτογραφίες. Ώσπου είδα αυτό τον άνδρα να κρατά το laptop και να φωνάζει «Facebook! Facebook!» σαν να υποστήριζε την ποδοσφαιρική του ομάδα. Ήμουν πολύ χαρούμενος που έγιναν όλα αυτά με δέσμες φωτός γύρω του».
Πτώματα κείτονται σε δρόμο του στρατοπέδου προσφύγων της Τζαμπάλια, στη Λωρίδα της Γάζας στις 6 Μαρτίου 2003. Ο φωτογράφος Ahmed Jadallah αναφέρει: «Ήμουν με την ομάδα πολυμέσων του Reuters στη Γάζα, καλύπτοντας τις επιθέσεις του Ισραήλ στην περιοχή. Τα ισραηλινά άρματα μάχης είχαν αρχίσει να αποσύρονται, όταν σημειώθηκε μεγάλη πυρκαγιά σε ένα κτήριο λόγω αεροπορικής επιδρομής. Καθώς τράβαγα φωτογραφίες από το σημείο, ανάμεσα σε πλήθος κόσμου, μας χτύπησε ένα βλήμα από τανκ. Τουλάχιστον 14 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πολλοί τραυματίστηκαν, συμπεριλαμβανομένου και εμού».
«Η οβίδα είχε σκίσει το κάτω μέρος του ποδιού μου. Είχα πέσει στο έδαφος. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να πεθαίνω και να βυθίζομαι σε μια μεγάλη τρύπα, ακίνητος. Δεν είχα σταματήσει να σκέφτομαι την οικογένειά μου και μπορούσα να διακρίνω τους ανθρώπους δίπλα μου να αγωνίζονται να επιβιώσουν, ενώ μερικοί ήταν ήδη νεκροί. Όλα συνέβησαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα», λέει ο Jadallah και συμπληρώνει: «Σε αυτή την κατάσταση, τράβηξα τρεις φωτογραφίες χωρίς να κοιτάζω μέσα από την κάμερά μου. Μην με ρωτάτε πώς το έκανα! Δύο από αυτές ήταν εκτός εστίασης. Η συγκεκριμένη εικόνα κέρδισε βραβείο στον φωτογραφικό διαγωνισμό World Press Photo».
Τούρκος αστυνομικός ψεκάζει χημικά απευθείας στο πρόσωπο μια νεαρής διαδηλώτριας στη διάρκεια συγκέντρωσης διαμαρτυρίας στην πλατεία Ταξίμ, στην Κωνσταντινούπολη, 28 Μαϊου 2013.
Ο Osman Orsal περιγράφει: «Κάλυπτα τις διαδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ξεκίνησαν ως απλές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εναντίον των σχεδίων της κυβέρνησης να κατεδαφίσει ένα μικρό πάρκο στην κεντρική πλατεία Ταξίμ, και εξελίχθηκαν σε ένα από τα μεγαλύτερα αντικυβερνητικά κινήματα της τελευταίας δεκαετίας στην Τουρκία».
«Στεκόμουν ανάμεσα στους διαδηλωτές και την αστυνομία, καθώς οι αστυνομικοί άρχισαν να ρίχνουν δακρυγόνα, από πολύ μικρή απόσταση. Το πλήθος άρχισε να τρέχει σε διαφορετικές κατευθύνσεις και επικράτησε χάος. Άρχισα να φωτογραφίζω και η κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα στεκόταν ακριβώς μπροστά μου. Η φωτογραφία απεικονίζει τον άνισο αγώνα μεταξύ της αστυνομίας και των διαδηλωτών, δείχνοντας έναν αστυνομικό να ρίχνει από τόσο μικρή απόσταση δακρυγόνα σε μία γυναίκα, η οποία δεν είχε πολλά περιθώρια να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Με έκανε πολύ περήφανο το πόσο δημοφιλής έγινε αυτή η εικόνα».
Ρώσος αστυνομικός μεταφέρει στα χέρια του ένα μωρό που απελευθερώθηκε από τους βαριά οπλισμένους μασκοφόρους που είχαν καταλάβει ένα σχολείο στην πόλη Μπεσλάν, στην επαρχία της Βόρειας Οσετίας κοντά στην Τσετσενία στις 2 Σεπτεμβρίου 2004.
Ο Viktor Korotayev αφηγείται: «Η ομηρία στο σχολείο του Μπεσλάν πραγματοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 2004, κατά τη διάρκεια μιας εορταστικής τελετής για την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους στο σχολείο Νο.1. Ομάδα ένοπλων Τσετσένων και Οσέτιων ανταρτών κατέλαβαν το σχολείο και κράτησαν 1.300 ομήρους την πρώτη ημέρα. 331 άνθρωποι σκοτώθηκαν, οι μισοί από τους οποίους ήταν παιδιά».
«Τη δεύτερη ημέρα της ομηρίας οι απαγωγείς πείστηκαν να αφήσουν ελεύθερες πολλές γυναίκες με μωρά, έτσι όταν ένας άνδρας της ειδικής μονάδας φάνηκε να βγαίνει από το κτήριο με ένα παιδί στα χέρια του, υπήρχε η ελπίδα ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να σωθούν. Νομίζω ότι αυτός ήταν ο λόγος που η εν λόγω φωτογραφία δημοσιεύτηκε στις πρώτες σελίδες πολλών εφημερίδων και περιοδικών σε όλο τον κόσμο. Στην καριέρα μου, έχω καλύψει πολλά απαιτητικά θέματα, όπως στρατιωτικές συγκρούσεις σε διάφορες χώρες, καταστροφές και καταστάσεις ομηρίας. Η τραγωδία του Μπεσλάν παραμένει το μεγαλύτερο ψυχολογικό τραύμα που έχω βιώσει».
Ο φωτογράφος του APF (Γαλλικό Πρακτορείο) Kenji Nagai κείτεται νεκρός έχοντας δεχτεί σφαίρες από στρατιώτες στην πόλη Γιανγκόν, στις 27 Σεπτεμβρίου 2007. Ο Adrees Latif κάλυπτε την «Επανάσταση του Σαφράν» στην Μιανμάρ και διηγείται: «Οι αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου προκάλεσαν πορείες διαμαρτυρίας. Τις συγκεντρώσεις καθοδηγούσαν κυρίως μοναχοί και μετά από μερικές εβδομάδες οι δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλλαν στα μοναστήρια και συνέλαβαν μοναχούς. Στις 27 Σεπτεμβρίου δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέλαβαν το κέντρο της πρωτεύουσας Γιανγκόν. Οπλισμένοι στρατιωτικοί διέλυσαν το πλήθος με δακρυγόνα και πολυβόλα. Δευτερόλεπτα μετά είδα έναν άντρα να πέφτει στο έδαφος και έστρεψα την κάμερα μου προς το μέρος του. Μετά θα μάθαινα ότι ήταν ο Ιάπωνας οπερατέρ Kenji Nagai που τραβούσε ανάμεσα από τους διαδηλωτές».
«Οι στρατιωτικοί είχαν στήσει από νωρίς μπλόκα στους δρόμους, οι οποίοι ήταν έρημοι και υπήρχε μια αλλόκοτη σιωπή. Είχα βρει καταφύγιο σε ένα μοναστήρι για νέους μοναχούς. Πριν το μεσημέρι ξεκίνησα με τα πόδια για το κέντρο της πόλης. Εκεί, δεκάδες διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. Καθώς περνούσε η ώρα ο κόσμος αυξάνονταν. Περίμενα σε μια πεζογέφυρα και έβλεπα τους στρατιωτικούς να φτάνουν».
«Αμέσως άνοιξαν πυρ κατά των πολιτών. Φωτογράφιζα και έτρεχα να βρω ένα σημείο για να καλυφθώ. Κρύφτηκα σε μια γέφυρα όπου και άλλοι διαδηλωτές είχαν βρει καταφύγιο ώσπου συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αποτυπώσω αυτές τις στιγμές και έφυγα από εκεί. Όλα τα προηγούμενα χρόνια διάβαζα για τις ακρότητες της διδακτορίας αλλά δεν υπήρχε έγκυρο φωτογραφικό υλικό να τις αποδεικνύει. Αυτή η φωτογραφία απεικονίζει με τον πιο δυνατό τρόπο την ωμή βία που ασκεί ένα από τα πιο μυστικοπαθή δικτατορικά καθεστώτα στον κόσμο».
Ένας επίδοξος μετανάστης έχει γονατίσει στην παραλία Γκραν Ταραχάλ στο Φουερτεβεντούρα των Κανάριων Νησιών, όπου έφτασε με αυτοσχέδια βάρκα στις 5 Μαΐου 2006.
Ο φωτογράφος Juan Medina διηγείται: «Άκουσα πως ένα αυτοσχέδιο σκάφος που μετέφερε μετανάστες από την Αφρική προσέγγιζε την παραλία Γκραν Ταραχάλ, στα νότια του νησιού Φουερτεβεντούρα και έσπευσα στο σημείο. Όταν έφτασα, μέλη του ισπανικού Ερυθρού Σταυρού παρείχαν τις πρώτες βοήθειες, ρούχα και νερό σε μετανάστες, οι οποίοι διακινδύνευσαν τη ζωή τους προσπαθώντας να φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος με σάπιες βάρκες, εξαντλημένοι από το επικίνδυνο ταξίδι τους».
«Η δύναμη αυτής της εικόνας έγκειται στο γεγονός ότι αποτυπώνει τις αντιθέσεις της κοινωνίας μας: από τη μία πλευρά της φωτογραφίας, κόσμος απολαμβάνει τον ήλιο στην παραλία και από την άλλη ένας άνδρας σέρνεται πάνω στην άμμο, έχοντας διακινδυνεύσει τη ζωή του στη θάλασσα. Ήταν δύσκολο να δείξει κανείς ξεκάθαρα τις απάνθρωπες συνθήκες που αναγκάζονται να υπομείνουν οι Αφρικανοί μετανάστες, προκειμένου να φτάσουν στην Ευρώπη. Υπάρχουν, επίσης, πολλά πράγματα που δεν δείχνει αυτή η εικόνα, αλλά που είναι πολύ σημαντικά για να κατανοήσει κανείς τον λόγο που αυτοί άνθρωποι μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία. Για παράδειγμα, δεν βλέπουμε τον πόνο και τη μοναξιά που βιώνουν, αφήνοντας πίσω τις οικογένειές τους. Πιστεύω ότι οι εικόνες που αφηγούνται τις ιστορίες των μεταναστών θα πρέπει να επηρεάζουν τους πάντες. Κανείς δεν πρέπει να αντιμετωπίζει με αδιαφορία τα δεινά αυτών των ανθρώπων».
Πυροσβέστες εργάζονται για την κατάσβεση φωτιάς που έβαλαν σε πετρελαιοπηγή του Αλ Αχμάντι, δυνάμεις προσκείμενες στον Σαντάμ Χουσεΐν, κατά την υποχώρησή τους, στις 30 Μαρτίου 1991. Ο φωτογράφος Russell Boyce αναφέρει πως οι εργάτες προσπαθούσαν να περιορίσουν τις φλόγες χρησιμοποιώντας έναν σωλήνα, όταν μια έκρηξη τίναξε το κράνος του ενός άντρα.
«Οι φλόγες δείχνουν να έχουν “καταβροχθίσει” τους δύο άντρες, οι οποίοι μοιάζουν σχεδόν αβοήθητοι απέναντι στην πύρινη κόλαση. Για να προσεγγίσουμε το σημείο, έπρεπε να διασχίσουμε οδικώς μια λίμνη πετρελαίου που είχε διαρρεύσει από τις εγκαταστάσεις. Όταν φτάσαμε, η θερμοκρασία ήταν τόσο υψηλή που δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. Mια μικρή αλλαγή του ανέμου και θα καλυπτόμασταν από αποπνικτικούς καπνούς», διηγείται ο Boyce και συμπληρώνει:
«Ήταν το 1991, στην προ-ψηφιακή εποχή. Χρησιμοποιούσα μια Nikon F3P. Έπρεπε να επιστρέψω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, να επεξεργαστώ το φιλμ, να δημιουργήσω ένα έγχρωμο αντίτυπο και να κολλήσω επάνω ένα χαρτί με τη λεζάντα, πριν στείλω μέσω του αναμεταδότη τη φωτογραφία (η αποστολή κράτησε 21 λεπτά). Αρχικά μεταδίδαμε εικόνες με το δορυφορικό μας τηλέφωνο, το οποίο είχε μέγεθος μεγάλης βαλίτσας. Στο δωμάτιό μου είχα γεννήτρια, καθώς δεν υπήρχε ηλεκτροδότηση στην Πόλη του Κουβέιτ. Έτσι, ο χώρος ήταν πάντα γεμάτος από καπνούς από τη γεννήτρια, από τα χημικά για την επεξεργασία των φιλμ και τις οσμές από τις πυρκαγιές στις πετρελαιοπηγές».
Διασώστες απομακρύνουν τον θανάσιμα τραυματισμένο εφημέριο της πυροσβεστικής υπηρεσίας της Νέας Υόρκης, πατέρα Mychal Judge από τον έναν πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. O Shannon Stapleton αφηγείται: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τηλεφώνημα από τον επικεφαλής του γραφείου μου το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. «Shannon. Ένα αεροπλάνο έπληξε το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Μπορείς να πας, το συντομότερο δυνατόν;».
Πήγα στην Times Square, όπου πλήθος κόσμου είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται και παρακολουθούσα από τις γιγαντοοθόνες. Οι εικόνες έδειχναν τον πρώτο πύργο να έχει πάρει φωτιά. Πήγα με το μετρό στην Canal Street. Κατά τη έξοδό μου από το σταθμό, είδα ανθρώπους να ουρλιάζουν και να τρέχουν μακριά από την περιοχή γύρω από το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Σε εκείνο το σημείο ήξερα ότι επρόκειτο να καλύψω μία από τις μεγαλύτερες ειδήσεις στη σύντομή μου καριέρα, εδώ ακριβώς, στην πόλη της Νέας Υόρκης, και όχι κάπου μακριά, όπως είχα δει μόνο σε περιοδικά».
«Μέσα από σύννεφα σκόνης και θραύσματα μετάλλου, παρατήρησα μια ομάδα ανδρών να μεταφέρουν έναν άνθρωπο σωριασμένο σε μια καρέκλα που καλυπτόταν από σκόνη. Ο χρόνος σταμάτησε. Μου έκανε εντύπωση ότι μέσα σ’ όλο αυτό το χάος, αυτοί οι πέντε άνθρωποι απομάκρυναν έναν άντρα έξω από τα συντρίμμια, ο οποίος ήξερα ότι ήταν νεκρός. Τους έβγαλα πολλές φωτογραφίες, ενώ παράλληλα μου φώναζαν να φύγω από εκεί. Δεν είχα ιδέα ότι ο άνδρας που αγωνίζονταν να βγάλουν από εκεί, ήταν ο εφημέριος της πυροσβεστικής υπηρεσίας της Νέας Υόρκης, πατέρας Mychal Judge και ο πρώτος καταγεγραμμένος θάνατος από τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου».
«Γνώρισα τους άνδρες που τον μετέφεραν στην πρώτη επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, οι οποίοι με ευχαρίστησαν για τη φωτογραφία. Θεωρούσαν ότι ήταν σημαντικό το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουμε την ιστορία του πατέρα Judge και ότι εγώ το είχα κάνει αυτό δυνατό».
Ένας άντρας έχει σκαρφαλώσει στην οροφή ενός οχήματος, λίγο πριν διασωθεί από την Αμερικανική Ακτοφυλακή, στους πλημμυρισμένους δρόμους της Νέας Ορλεάνης, στον απόηχο του τυφώνα Κατρίνα, στη Λουιζιάνα, 4 Σεπτεμβρίου 2005.
Ο Robert Galbraith περιγράφει: «Έφθασα στη Νέα Ορλεάνη τρείς ημέρες μετά το χτύπημα του τυφώνα και πέταξα μέσω ενός τετραθέσιου αεροπλάνου της Ακτοφυλακής από το Αλεξάντερ της Λουιζιάνα στον σταθμό της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ στη Νέα Ορλεάνη. Μη βλέποντας τίποτε άλλο πέρα από την καταστροφή μέσα από την ανοιχτή πόρτα του ελικοπτέρου, ξεκινήσαμε να κάνουμε κύκλους, καθώς ξαφνικά είδα έναν άντρα, ντυμένο στα χακί και χωρίς πουκάμισο, να κοιτά απεγνωσμένα προς το μέρος μας από την οροφή ενός φορτηγού, σε ένα πλημμυρισμένο δρόμο. Λίγα λεπτά μετά, με τη βοήθεια ενός διασώστη τον περισυνέλεξε το ελικόπτερο».
«Πετάξαμε στο αεροδρόμιο Λούις Άρμστρονγκ όπου του παρασχέθηκε ιατρική βοήθεια. Όταν επιβιβάστηκε στο ελικόπτερο, ρώτησε για τη φωτογραφική μου μηχανή “Τι είναι αυτό;”. Η ιστορία αυτή είχε μεγάλο αντίκτυπο σε εμένα προσωπικά. Έχω καλύψει πληθώρα γεγονότων, καταστροφές, πυρκαγιές, πλημμύρες, εξεγέρσεις, σεισμούς, όμως ο τυφώνας Κατρίνα ήταν πέρα από οτιδήποτε είχα βιώσει ως τότε. Όταν επέστρεψα σπίτι μου δεν παρακολούθησα τηλεόραση ή άφησα κλειστό το τηλέφωνό μου για μήνες».
Πολίτες που τάσσονται κατά του σχεδίου απεμπλοκής του Ισραήλ από τη Γάζα, φωνάζουν σε αστυνομικούς, ύστερα από την επέμβαση των ισραηλινών δυνάμεων στη συναγωγή του εβραϊκού οικισμού Κφαρ Νταρόμ στη Λωρίδα της Γάζας, στις 18 Αυγούστου 2005.
Ο φωτογράφος Nir Elias διηγείται το περιστατικό: «Οι έποικοι του Κφαρ Νταρόμ συγκαταλέγονται στους πιο σκληροπυρηνικούς αντιπάλους του σχεδίου εκκένωσης εβραϊκών οικισμών στη Λωρίδα της Γάζας. Οι έποικοι και πολλοί από τους υποστηρικτές τους ήταν οχυρωμένοι στην οροφή της συναγωγής και η εν λόγω φωτογραφία τραβήχτηκε μετά την επέμβαση των ειδικών δυνάμεων, που απομάκρυναν τους διαδηλωτές έναν-έναν με κοντέινερ που ανύψωσαν γερανοί. Οι δυνάμεις εκτόξευαν χρωματισμένο νερό εναντίον τους και για το λόγο αυτό τα πρόσωπά τους είναι βαμμένα με χρώμα».
«Πριν το περιστατικό, είχα περάσει μία εβδομάδα μαζί με τους ανθρώπους αυτούς, ώστε να έχω την άδειά τους να τους ακολουθήσω στην κατάληψη της οροφής της συναγωγής. Νομίζω ότι η δύναμη της εικόνας έγκειται στο γεγονός ότι η κατάσταση αυτή είναι αρκετά παράξενη και καταγράφει το αποκορύφωμα μιας κρίσης που “εκκολαπτόταν” για μήνες, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ξεσπάσματα βίας. Δεν υπήρχαν παρά μόνο ορισμένα παράξενα συμβάντα, καθώς στην ουσία υπήρχε αίσθημα αδελφοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές», σημειώνει ο Elias, προσθέτοντας πως ήταν αρκετά μεγάλη πρόκληση το να καταφέρει να έρθει κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους: «Πέρασα μια εβδομάδα σε μια σκηνή στις παρυφές του οικισμού κερδίζοντας σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη τους».
Τρεις γυναίκες κάνουν ηλιοθεραπεία σε ακτή στο νησί Ντοφέν στην Αλαμπάμα, κατά μήκος της οποίας έχουν απλωθεί δεμάτια σανού, προκειμένου να απορροφήσουν το πετρέλαιο που βγαίνει προς την ξηρά. Τη φωτογραφία τράβηξε στις 11 Μαΐου του 2010 ο φωτογράφος του Reuters, Brian Snyder.
«Ήμουν στην Αλαμπάμα και το Μισισιπή καλύπτοντας την είδηση της πετρελαιοκηλίδας της BP και έβγαλα αυτή τη φωτογραφία, ενώ ταξίδευα με ελικόπτερο της εθνικής φρουράς. Πετούσαμε για αρκετή ώρα, εποπτεύοντας τα προστατευτικά φράγματα που είχαν τοποθετηθεί γύρω από τα νησιά στον Κόλπο του Μεξικού και επιστρέφαμε στη βάση μας. Είναι πρόκληση η φωτογράφιση από ελικόπτερο γιατί, εκτός του ότι πρέπει να εξασφαλίσεις ότι η εικόνα είναι καθαρή παρά τις κινήσεις του ελικοπτέρου, τα σημεία ενδιαφέροντος περνούν σχετικά γρήγορα από μπροστά σου, επομένως χρειάζεται να είναι κανείς γρήγορος», αναφέρει ο Snyder και συμπληρώνει: «για μένα, αυτή η εικόνα παρουσιάζει μια σημαντική πτυχή της ιστορίας της πετρελαιοκηλίδας: τον αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων και τις σημαντικές επιπτώσεις στον τουρισμό, που αποτελεί σημαντικό τομέα της οικονομίας της περιοχής. Δείχνει, επίσης, μερικούς από τους εξαιρετικά απλούς, αλλά αποτελεσματικούς τρόπους για την προστασία των ακτών -σε αυτή την περίπτωση τα απλά δεμάτια σανού».
«Ήταν μια πρόκληση, καλύπτοντας αυτό το θέμα, να βρω τις εικόνες που θα σκιαγραφούν το πλήρες πλαίσιο της είδησης και νομίζω ότι αυτή η φωτογραφία το καταφέρνει», καταλήγει.
Αλβανός άνδρας μεταφέρει ένα παιδί σε ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, το οποίο προσγειώνεται στην ακτή Γκόλεμ, κοντά στο λιμάνι του Δυρραχίου στις 16 Μαρτίου 1997. Ο Έλληνας φωτογράφος του Reuters, Γιάννης Μπεχράκης αναφέρει: «Κάλυπτα τις ταραχές που προέκυψαν στην Αλβανία με αφορμή το σκάνδαλο των πυραμίδων. Οι πολίτες είχαν χάσει 1,2 δισ. δολ. και η χώρα βυθιζόταν στις εμφύλιες συγκρούσεις και τη βία. Η κυβέρνηση ανατράπηκε και 2.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους».
«Με τον εκλιπόντα συνάδελφό μου Kurt Schork, ήμασταν οι μόνοι εργαζόμενοι στον Τύπο στο ξενοδοχείο που διαμέναμε και του οποίου ο ιδιοκτήτης οπλοφορούσε και μας προστάτευε από τους ληστές, που είχαν βάλει στο στόχαστρο κάθε δημοσιογράφο που τόλμησε να έρθει μόνος του στην περιοχή για να καλύψει το θέμα. Στις 16 Μαρτίου πήγαμε στην παραλία Γκόλεμ, όπου προσγειώνονταν δύο αμερικανικά ελικόπτερα, σηκώνοντας άμμο στον αέρα, την ώρα που εκατοντάδες απελπισμένοι Αλβανοί συγκεντρώνονταν στο σημείο, ελπίζοντας να φύγουν με αυτά από τη χώρα».
«Τυφλωμένος από την άμμο, τράβηξα μερικές φωτογραφίες, όταν είδα έναν άντρα να τρέχει προς το ελικόπτερο, κρατώντας το παιδί του. Περίπου 12 πεζοναύτες πήδηξαν από το ελικόπτερο και σημάδεψαν με τα Μ-16 τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά τους. Ο άντρας με το παιδί τους παρακαλούσε να τον αφήσουν να επιβιβαστεί. Οι πεζοναύτες ήταν εμφανώς έκπληκτοι με την κατάσταση και με ρωτούσαν τι συνέβαινε και αν είχα δει κανέναν να επιχειρεί να φύγει. Τους εξήγησα ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν απλώς απελπισμένοι και ότι ήθελαν με κάθε τρόπο να φύγουν από την Αλβανία, πιστεύοντας ότι τα ελικόπτερα ήταν εκεί για να τους μεταφέρουν στην ασφάλεια. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο, καθώς οι πεζοναύτες έριξαν προειδοποιητικές βολές και ξυλοκόπησαν ορισμένα άτομα με τα όπλα τους. Η επιλογή μου να αψηφήσω τον κίνδυνο και να παραμείνω στο Δυρράχιο είχε δικαιωθεί. Εφημερίδες από όλο τον κόσμο φιλοξένησαν τις φωτογραφίες αυτές».