Σε πιο ασταθές έδαφος σε σύγκριση με το τέλος του 2010 ξεκίνησε το νέο έτος ο ελληνικός μεταποιητικός τομέας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Markit.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) υποχώρησε στις 42,8 μονάδες -καταγράφοντας χαμηλό επτά μηνών- από 43,1 μονάδες που ήταν το Δεκέμβριο, καθώς η συρρίκνωση της παραγωγής, της απασχόλησης και των αποθεμάτων προμηθειών επιταχύνθηκε.
Η απόδοση των νέων παραγγελιών, παρότι και η ζήτηση από το εξωτερικό μειώθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της έρευνας. Εν τω μεταξύ, οι τιμές εισροών αυξήθηκαν καταγράφοντας υψηλό τριάντα μηνών και ασκώντας ανοδικές πιέσεις στις χρεώσεις των μεταποιητικών προϊόντων.
Επεκτείνοντας την τρέχουσα περίοδο συρρίκνωσης σε δεκαεπτά μήνες, οι εισερχόμενες νέες εργασίες στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα υποχώρησαν κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου. Παρότι ο ρυθμός μείωσης εξασθένησε ελαφρώς σε σύγκριση με το Δεκέμβριο, παρέμεινε ωστόσο ταχύς. Η βραδύτερη μείωση του συνόλου των νέων εργασιών ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της εξασθενημένης μείωσης των νέων παραγγελιών εξαγωγών. Μέλη του πάνελ ανέφεραν τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, τη χαμηλή ζήτηση της αγοράς και τα υψηλά επίπεδα αποθεμάτων των πελατών τους ως τους κύριους παράγοντες περιορισμού των νέων παραγγελιών.
Όπως αναφέρει η Markit, με τα επίπεδα φόρτου εργασίας να εξακολουθούν να μειώνονται, τον Ιανουάριο οι Έλληνες κατασκευαστές χρησιμοποίησαν τους διαθέσιμους πόρους τους για τη διεκπεραίωση των ανεκτέλεστων εργασιών. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των αδιεκπεραίωτων εργασιών με σημαντικό ρυθμό. Ωστόσο, η μείωση αυτή δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει την ταχύτερη υποχώρηση της παραγωγής. Τα επίπεδα παραγωγής μειώθηκαν με απότομο ρυθμό τον Ιανουάριο.
Οι Έλληνες κατασκευαστές εξακολούθησαν να περιορίζουν το προσωπικό, τις αγορές και τα αποθέματά τους τον Ιανουάριο, με σκοπό να διαχειριστούν το κόστος εν μέσω δυσμενών επιχειρησιακών συνθηκών. Μέσω απολύσεων και κατανομής, οι εταιρείες μείωσαν τους εργαζομένους τους με σημαντικό ρυθμό. Εν τω μεταξύ, η αγοραστική δραστηριότητα συρρικνώθηκε με έντονο ρυθμό, έχοντας ως αποτέλεσμα την ταχύτερη μείωση των αποθεμάτων πρώτων υλών. Τα επίπεδα των αποθεμάτων ετοίμων προϊόντων περιορίστηκαν επίσης με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Καθώς η ζήτηση για πρώτες ύλες και ημι-κατεργασμένα προϊόντα μειώθηκε περαιτέρω τον Ιανουάριο, η απόδοση των προμηθευτών βελτιώθηκε. Οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών στα εργοστάσια του μεταποιητικού τομέα μειώθηκαν για δεύτερο συνεχή μήνα. Ωστόσο, ο ρυθμός βελτίωσης ήταν σχεδόν μηδαμινός.
Το κόστος εισροών αυξήθηκε απότομα το Δεκέμβριο, και με τον εντονότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριάντα μηνών. Μέλη του πάνελ συνέδεσαν την αύξηση του κόστους εισροών με τις υψηλότερες τιμές ενέργειας και πρώτων υλών, παράλληλα με την αύξηση του Φ.Π.Α. Η άνοδος του κόστους εισροών οδήγησε τους Έλληνες κατασκευαστές στην αναστολή της μείωσης των χρεώσεών τους για πρώτη φορά από το Σεπτέμβριο του 2008, παρά τις συνθήκες ασθενούς ζήτησης στην αγορά. Οι χρεώσεις παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητες κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου.
«Το ξεκίνημα του 2011 δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντικό για τους Έλληνες κατασκευαστές. Καθώς η άνοδος των τιμών εισροών κατέγραψε υψηλό τριάντα μηνών, οι εταιρείες αναγκάστηκαν να σταματήσουν τις περικοπές στις χρεώσεις τους – κακό σημάδι για μία χώρα που έχει να αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα ανταγωνισμού και ιδιαίτερα εξασθενημένη εγχώρια ζήτηση. Στην περίπτωση που οι πιέσεις για άνοδο των τιμών εξακολουθήσουν, θα μπορούσαν να αναστείλουν κάθε βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη των παραγγελιών εξαγωγών, η οποία αποτελεί, προς το παρόν, τη μοναδική νότα αισιοδοξίας», παρατηρεί η Gemma Wallace, οικονομολόγος της Markit και συγγραφέας της έκθεσης για την έρευνα του ελληνικού PMI.