Στην ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ οφείλεται, σύμφωνα με τα συμπεράσματα επιστημονικής μελέτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ µε θέμα «Κόστος εργασίας, περιθώρια κέρδους και ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1995-2009», η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η ανατίμηση του ευρωπαϊκού νομίσματος ήταν εκείνη που κατέστησε τα ελληνικά προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες) ακριβότερα και υπέσκαψε την ανταγωνιστικότητά τους.
Σύμφωνα με την ανάλυση, τόσο οι μεταβολές στο μέσο περιθώριο κέρδους όσο και οι μεταβολές του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν επηρέασαν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα κατά την περίοδο 1995-2009, διότι αθροιστικά μεταβλήθηκαν µε ρυθμούς ανάλογους προς τους αντίστοιχους στις 35 κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες.
Όπως σημειώνει στον πρόλογο της μελέτης ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, «η ελληνική οικονομία προσπάθησε επί μία εικοσαετία, μέχρι το 2008, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της μέσω της συγκράτησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, με την ευθύνη των φορέων της οικονομικής πολιτικής και της μεγάλης πλειονότητας των εργοδοτών. Παρόλα αυτά, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν επήλθε και η ασκούμενη πολιτική μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης επιμένει στην ίδια κατεύθυνση, και μάλιστα με ένταση που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, τουλάχιστον για τις αναπτυγμένες χώρες».
Στην έκθεση αναφέρεται ότι για να επιταχυνθεί η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης (του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού), η πολιτική εξουσία, οι διεθνείς οργανισμοί και η πλειονότητα των οικονομολόγων θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει μείωση των μισθών στην Ελλάδα, όχι μόνον των πραγματικών μισθών, αλλά και των ονομαστικών. Αυτή η κατεύθυνση πολιτικής προέρχεται από την θεωρητική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας οφείλεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Προβάλλονται προς τούτο, άστοχες ή λανθασμένες συγκρίσεις του κόστους εργασίας στην Ελλάδα με άλλες χώρες, όχι μόνον από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και από την πλειονότητα των οικονομολόγων που συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση.
Ακόμη, επισημαίνεται ότι μετά από δεκαπέντε έτη στασιμότητας (1980-1994), η ελληνική οικονομία εισήλθε το 1995 σε περίοδο ταχείας ανάπτυξης, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 2009 και άλλαξε το οικονομικό τοπίο της χώρας. Εντούτοις, στο τέλος αυτής της περιόδου ανάπτυξης, και εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η ελληνική οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγάλα προβλήματα που έφεραν στην επιφάνεια το σύνολο των διαρθρωτικών της αδυναμιών.
Γίνεται επίσης απολογισμός σε σχέση με την οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στη διάρκεια των ετών 1995-2009, με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αλλά και σε σχέση με την πρώτη πενταετία ένταξης της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ. Από τον απολογισμό διαπιστώνεται ότι:
Το πραγματικό ετήσιο κόστος εργασίας στην Ελλάδα παρουσίασε κατά την περίοδο 1995-2009 μεγάλες αυξήσεις. Αυτό έχει μικρύνει την απόσταση έναντι των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, το πραγματικό ετήσιο κόστος εργασίας στην Ελλάδα παρέμεινε το 2009 σημαντικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες: Περίπου κατά 35% έναντι των μικρών χωρών της Βόρειας Ευρώπης, 25% έναντι της Γαλλίας και της Βρετανίας, περίπου 20% έναντι της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου 1995-2009, το µέσο περιθώριο κέρδους της ελληνικής οικονομίας (40%) ήταν το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 18 πιο προηγμένων χωρών, µε εξαίρεση την Ιρλανδία. Ακόμη και το 2010, παρά την κάμψη του μέσου περιθωρίου (-5%) εξαιτίας της κρίσης, οι επιχειρήσεις της Ελλάδας διατηρούν τα υψηλότερα περιθώρια µαζί µε την Ιρλανδία, τη Γερµανία και την Ισπανία.
Έναντι των 35 κυριότερων ανταγωνιστριών χωρών τα περιθώρια κέρδους στην Ελλάδα µειώθηκαν ελαφρώς (µείωση της τάξεως του 5%). Εντούτοις, η µείωση αυτή στο µέσο περιθώριο κέρδους ήταν µικρή (5%) και είχε ως σηµείο εκκίνησης το πολύ υψηλό επίπεδο του 40%, ενώ στις άλλες χώρες το αντίστοιχο περιθώριο κυµαίνεται µεταξύ 10% και 35% (και είναι µικρότερο του 30% στις περισσότερες περιπτώσεις).
Την περίοδο 2006-2007, η παραγωγικότητα της εργασίας ακολούθησε μεν την ανάκαμψη της ζήτησης και του ΑΕΠ, πλην όμως, ο μέσος ρυθμός αύξησής της κατά το 2006-2007 υπολειπόταν των επιδόσεων των προηγουμένων ετών (μέσος όρος 1,7% έναντι 3,5% σε ετήσιους ρυθμούς). Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά την τετραετία 2005-2008 ανήλθε σε περίπου 6% αθροιστικά, ενώ κατά τις δύο προηγούμενες τετραετίες (2001-2004 και 1997- 2000) είχε υπερβεί το 12% για κάθε μία από αυτές.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα, η μεν παραγωγή να αυξηθεί πάνω από την μακροχρόνια τάση της και η ανεργία να μειωθεί για πρώτη φορά σε επίπεδο συγκρίσιμο με αυτό των πρώτων ετών της δεκαετίας του 1990, πλην όμως, η παραγωγικότητα να επιβραδύνεται. Είχαν συγκεντρωθεί, έτσι, οι συνθήκες για την συνέχιση των αυξήσεων στις ονομαστικές αμοιβές, που όντως ακολούθησαν πορεία αύξησης, ενώ η παραγωγικότητα αυξανόταν πλέον με ρυθμούς μικρότερους του 2%.
Ενώ οι αποδοχές στην Ελλάδα, υπολογισμένες σε εθνικά νομίσματα, αυξήθηκαν κατά 12,5% περισσότερο από ό,τι οι αποδοχές στις ανταγωνίστριες χώρες, υπολογιζόμενες σε δολάρια παρουσίασαν εκρηκτική αύξηση (30%), κάτι που δείχνει ότι τα ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες εκτός Ευρωζώνης έγιναν δυσπρόσιτα.
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ