Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Δανία παραβίασαν το κοινοτικό δίκαιο διότι δεν κατέβαλαν δασμούς κατά την εισαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού και υλικού προοριζόμενου για πολιτική και στρατιωτική χρήση.
Όπως σημειώνεται, η υποχρέωση αλληλέγγυας συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό και η υποχρέωση εντιμότητας προς την Επιτροπή επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εισπράττουν και να καταβάλλουν τους ως άνω δασμούς
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ χρηματοδοτείται από ιδίους πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από δασμούς του Κοινού Δασμολογίου στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες. Ο τελωνειακός κώδικας επιβάλλει στα κράτη μέλη να συνεισφέρουν στα κοινοτικά ταμεία, ως ίδιους πόρους, τους δασμούς που επιβάλλονται στα εισαγόμενα εμπορεύματα.
Με τις επτά προσφυγές, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Φινλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Δανία, αρνούμενες να υπολογίσουν ως ίδιους πόρους τους δασμούς για την εισαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού (και, όσον αφορά τη Σουηδία και την Ιταλία, του υλικού διττής χρήσης, πολιτικής και στρατιωτικής ), ενήργησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον τελωνειακό κώδικα και από διάφορους κανονισμούς . Η Γερμανία, κατέβαλε 10.803 εκατομμύρια ευρώ –με επιφύλαξη και χωρίς να κατανείμει το ποσό ανάλογα με τις εισαγωγές και τις περιόδους– και αρνήθηκε στη συνέχεια να διαβιβάσει τις σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή.
Οπως διευκρινίζεται, οι παραβάσεις αφορούν την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2003 –προκειμένου να ληφθεί υπόψη η προστασία του στρατιωτικού απορρήτου των κρατών μελών των στρατιωτικών– προβλέφθηκαν συγκεκριμένες διοικητικές διαδικασίες για να καταστεί δυνατή η αναστολή της επιβολής δασμών επί του εν λόγω εξοπλισμού .
Γενικώς, τα κράτη μέλη δικαιολόγησαν την άρνηση καταβολής με το επιχείρημα ότι η είσπραξη δασμών απειλούσε τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους .
Ωστόσο, όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, καμία διάταξη της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας δεν προέβλεπε, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, ειδική απαλλαγή από τους δασμούς για την εισαγωγή αυτού του είδους προϊόντων. Αντιθέτως, η αναστολή δασμών από 1ης Ιανουαρίου 2003 επιβεβαιώνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ως δεδομένο ότι η υποχρέωση καταβολής των εν λόγω δασμών υφίστατο πριν από την ημερομηνία αυτή.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι μολονότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά διαφεύγουν πλήρως της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα ρητών παρεκκλίσεων σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια ασφάλεια μόνο σε εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς.
Το Δικαστήριο αποκλείει επίσης την περίπτωση να προβάλει το κράτος μέλος τη δικαιολογία της αύξησης του κόστους του στρατιωτικού εξοπλισμού λόγω της επιβολής δασμών: αντιθέτως, το κράτος μέλος δεν μπορεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η αλληλέγγυα συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Εξάλλου, τα επιχειρήματα που αντλούνται από τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες με τα κράτη εξαγωγής, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά διότι οι τελωνειακές διαδικασίες συνεπάγονται την παρέμβαση υπαλλήλων, κοινοτικών και εθνικών, οι οποίοι υπέχουν υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας προστατεύοντας έτσι τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας των κρατών μελών. Επιπλέον, η υποχρέωση των κρατών μελών να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της - η οποία συνίσταται στη μέριμνα για την τήρηση της Συνθήκης - παρέχοντας τα αναγκαία έγγραφα για τον έλεγχο του νομότυπου της καταβολής των ιδίων πόρων της Κοινότητας δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση και κατ’ εξαίρεση, να περιορίζουν την πληροφόρηση σε ορισμένα τμήματα ενός εγγράφου ή να την αρνηθούν στο σύνολό της.