Του Αθανάσιου Κεφάλα
Προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων
Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του αρμόδιου υπουργείου για τις προστατευόμενες περιοχές, τα τελευταία δύο χρόνια, έγιναν και συνεχίζουν να είναι θέμα ζωηρής δημόσιας συζήτησης και διαμάχης, χωρίς όμως την πρέπουσα αναφορά στις αναγκαίες σταθμίσεις που επιβάλλουν οι αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο εξορυκτικός κλάδος, από τους σημαντικότερους της εθνικής οικονομίας και πρωτοπόρος στην υιοθέτηση των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης, αντιμετώπισε δύο φορές ακραία δυσμενή μεταχείριση, με την απαγόρευσή του μέσα σε μία νύχτα στις περιοχές προστασίας της φύσης, αλλά και την αιφνίδια απόσυρση μίας μερικής ρύθμισης για την υπόγεια απόληψη αποθεμάτων ορυκτών, μεταξύ της δημόσιας διαβούλευσης και της κατάθεσης του νομοσχεδίου στο κοινοβούλιο.
Όλοι ευθυγραμμιζόμαστε με την αναγκαιότητα της προστασίας του περιβάλλοντος, το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι αν θέλουμε μία σύγχρονη περιβαλλοντική νομοθεσία που θα εναρμονίζεται με το ευρωπαϊκό δίκαιο, τις καλές πρακτικές και θα αφορά και τις δύο κορυφές του τριγώνου της βιώσιμης ανάπτυξης που αντιπροσωπεύουν το περιβάλλον και την οικονομία ή κινούμαστε μόνο στη μία πλευρά, θέτοντας εμπόδια σε ζωτικούς παραγωγικούς κλάδους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος στον κόσμο, όμως προκειμένου να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός της με τις αναγκαίες πρώτες ύλες δεν θεωρεί ασύμβατη και επιτρέπει την εξόρυξη μη ενεργειακών ορυκτών πόρων μέσα σε προστατευόμενες περιοχές, χωρίς άκριτες και εκ των προτέρων απαγορεύσεις. Τις προϋποθέσεις της αδειοδότησης αυτής τους περιγράφει αναλυτικά η καθοδηγητική οδηγία με τις «ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ NATURA 2000», η οποία έχει εκδοθεί από τον Σεπτέμβριο του 2010.
Η σύνταξη αυτής της οδηγίας έγινε σε στενή συνεργασία με εκπροσώπους των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, εμπειρογνώμονες, δημόσιες αρχές και ΜΚΟ. Σε αυτή επισημαίνεται ότι οι ευρωπαϊκοί κλάδοι της μεταποίησης και των κατασκευών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μη ενεργειακή εξορυκτική βιομηχανία για βασικές πρώτες ύλες και τα σχετικά έργα δεν αποκλείονται αυτομάτως στις περιοχές NATURA 2000 και γύρω από αυτές.
Επιπλέον, με το πρόσφατο «Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021», σχετικά με μια ευρωπαϊκή στρατηγική για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, επιβεβαιώνεται ο ρόλος των ορυκτών κρίσιμης σημασίας στη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας και υπογραμμίζεται πάλι η δυνατότητα εξόρυξης σε προστατευόμενες περιοχές, έπειτα από ενδελεχή εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη που έχουν ορυκτούς πόρους (Αυστρία, Γερμανία, Σουηδία, Φινλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Τσεχία, Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία), υπάρχουν παραδείγματα αδειοδοτημένων εξορυκτικών έργων μέσα σε προστατευόμενες περιοχές. Η εξορυκτική βιομηχανία έχει επίσης μια σημαντική θετική συμβολή στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και μέσω της ανάπλασης των περιοχών εξόρυξης, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν η περιοχή εξόρυξης βρίσκεται σε ένα ήδη τροποποιημένο ή φτωχό περιβάλλον.
Ο Σύνδεσμός μας, απόλυτα αιτιολογημένα, θεωρεί εύλογο και συμφέρον για τη χώρα μας να διαχωριστούν οι δραστηριότητες εξόρυξης των υδρογονανθράκων απ’ αυτές της εξόρυξης στερεών ορυκτών πρώτων υλών και οι τελευταίες να ενταχθούν στον κατάλογο των δραστηριοτήτων που θα επιτρέπονται στις Ζώνες Προστασίας της Φύσης. Με τις προβλεπόμενες αυστηρές προϋποθέσεις από το ευρωπαϊκό δίκαιο και τις καλές πρακτικές, θα επιτευχθεί η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων με ταυτόχρονη προστασία της φύσης.