The N Society
Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη,
υποψήφιου διδάκτορα Χρηματοοικονομικών στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Portfolio Manager σε εταιρείες Assetanagement
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ρόλο στην παγκόσμια ειδησεογραφία και ιδιαίτερα στις οικονομικές στήλες καταλαμβάνει το πρόβλημα του πληθωρισμού και οι πιθανές στρατηγικές για την έγκαιρη αντιμετώπισή του. Η επιτροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) επιβεβαίωσε κατά την πρόσφατη έκτακτη συνεδρίασή της (την περασμένη Τετάρτη) την πρόθεσή της για πραγματοποίηση της πρώτης αύξησης επιτοκίων τον Ιούλιο. Συγκεκριμένα, αναμένεται μια αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης (μ.β.) από την ΕΚΤ, η οποία επίσης δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο αύξησης του ρυθμού τον Σεπτέμβριο εάν αυτό κριθεί αναγκαίο. Σε αντιδιαστολή, η αμερικανική κεντρική τράπεζα, η Federal Reserve, κατά την πρόσφατη προγραμματισμένη συνεδρίασή της (επίσης την περασμένη Τετάρτη) όχι μόνο προχώρησε στην τρίτη κατά σειρά αύξηση επιτοκίων για το 2022 εντός τριών διαδοχικών συνεδριάσεών της, αλλά παράλληλα έχει προχωρήσει και σε περαιτέρω διαδοχικές αυξήσεις του ρυθμού από 25 μ.β. σε 50 μ.β. και πρόσφατα σε 75 μ.β. (αύξηση η οποία έχει να παρατηρηθεί από το 1994). Η Fed πλέον δηλώνει ανοιχτά και εμπράκτως ότι θα συνεχίσει να κάνει οτιδήποτε κριθεί αναγκαίο στην προσπάθειά της να χαλιναγωγήσει έγκαιρα την ξέφρενη πορεία του πληθωρισμού, γεγονός το οποίο κάνει το δολάριο μέρα με τη μέρα να κερδίζει ολοένα και παραπάνω έδαφος έναντι άλλων συναλλαγμάτων.
ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ κεντρικές τράπεζες (Fed και ΕΚΤ) έχουν λάβει το «πράσινο φως» για την άσκηση συσταλτικών νομισματικών πολιτικών μετά τα πρόσφατα δεδομένα στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, τα ποσοστά ανεργίας σε Ευρώπη και Αμερική είτε ήδη βρίσκονται είτε προσεγγίζουν τα ιστορικά χαμηλά τους, με την Αμερική να βρίσκεται συγκριτικά σε πλεονεκτικότερη θέση (3,6% ανεργία στην Αμερική, 6,8% ανεργία στην Ευρώπη). Το γεγονός αυτό ναι μεν λύνει τα χέρια των κεντρικών τραπεζών, αλλά παράλληλα δημιουργεί προβλήματα. Ειδικότερα, τα τόσο χαμηλά επίπεδα ανεργίας στις δύο οικονομίες, συνδυαστικά με το πλεόνασμα μετρητών που δημιουργήθηκε στα νοικοκυριά το 2021 και γενικότερα κατά την περίοδο της πανδημίας, διατηρούν τα επίπεδα κατανάλωσης υψηλά. Παρότι καταναλωτές σε Αμερική και Ευρώπη δηλώνουν έντονη απαισιοδοξία για το μέλλον (με βάση πρόσφατες μετρήσεις), συνεχίζουν να ξοδεύουν διατηρώντας την κατανάλωση υψηλά. Το γεγονός αυτό από μόνο του θέτει εμπόδια στην προσπάθεια αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων και συμβάλλει στη διατήρηση των υψηλών μετρήσεων.
ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει κάποιος και παράλληλα να προσεγγίσει χρονικά την εκτόνωση ενός μέρους του πληθωριστικού προβλήματος, θα πρέπει να λάβει υπόψη του δύο σημαντικά στοιχεία.
Πρώτον, η ασυνήθης εκτόξευση της ζήτησης που παρατηρήθηκε σε αρκετά αγαθά και υπηρεσίες την τρέχουσα χρονιά έχει αρχίσει σιγά σιγά να ομαλοποιείται/σταθεροποιείται, παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση παραμένει για την ώρα σε υψηλά επίπεδα. Αυτό το φαινόμενο αναμένεται να επεκταθεί σε ολοένα και περισσότερα αγαθά. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η «φουσκωμένη» ζήτηση σιγά σιγά αποδυναμώνεται, οι «φουσκωμένες» μετρήσεις αναμένεται να αποδυναμωθούν επίσης.
Δεύτερον, προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι οι πληθωριστικές μετρήσεις εμπεριέχουν το φαινόμενο της βάσης. Σύμφωνα με το φαινόμενο βάσης, ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού μετράται σε όρους μεταβολής από τη βάση ή πιο απλά σε όρους ετήσιας μεταβολής. Δηλαδή, η ετήσια μεταβολή του πληθωρισμού δεν μας πληροφορεί μόνο για τις τιμές σήμερα, αλλά και για τις αντίστοιχες περσινές. Ουσιαστικά αποτελεί μια αναπαράσταση των τιμών σήμερα σε αντιδιαστολή με τις αντίστοιχες τιμές την περασμένη χρονιά. Οι πρόσφατες μετρήσεις Απριλίου συνέκριναν τις τιμές μιας οικονομίας σε καθεστώς κανονικότητας (δεν υπάρχουν περιορισμοί στη λειτουργία των επιχειρήσεων) για το 2022 με μια οικονομία σε καθεστώς lockdown για το 2021. Σαφώς και αν συγκριθεί μια οικονομία υπό καθεστώς κανονικότητας με μια αντίστοιχη σε lockdown, θα υπάρξουν έντονες διακυμάνσεις στις τιμές. Από το καλοκαίρι του 2021 και έπειτα η κατάσταση με την πανδημία είχε αρχίσει να εξομαλύνεται, τουλάχιστον όσον αφορά την Αμερική και την Ευρώπη, με την πλειονότητα των περιοχών να άρουν τα lockdowns. Συνεπώς, κατά το δεύτερο μισό του έτους ο πληθωριστικός δείκτης που θα ανακοινώνεται θα είναι πιο αντιπροσωπευτικός, καθώς θα προκύπτει από τη σύγκριση δύο οικονομιών που δεν παρουσιάζουν τόσο έντονες θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους.
ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ να έχει επιστρέψει συγκριτικά πιο γρήγορα σε καθεστώς κανονικότητας και έχοντας προχωρήσει ήδη στην άσκηση συσταλτικών νομισματικών πολιτικών εν αντιθέσει με την Ευρώπη, σαφώς της παρέχεται ένα προβάδισμα στο άμεσο μέλλον, με το δολάριο να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα έναντι του ευρώ, δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μεταβάλλουν σημαντικά τη στάση τους.