Της Λέλας Παπαγιαννοπούλου,
αγροοικονομολόγου, εμπειρογνώμονα ΚΑΠ
Το αβέβαιο μέλλον της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ενισχύεται λόγω των συγκυριακών μεταβολών που οφείλονται στην πανδημία αφενός και στον ρωσοουκρανικό πόλεμο αφετέρου.
Το οικοδόμημα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς δέχτηκε δύο απανωτά πλήγματα. Το πρώτο εξαιτίας του Covid, κυρίως στις μεταφορές αγαθών, εισαγόμενων εργατικών χεριών και στην παραγωγή λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Στη συνέχεια, ο ρωσοουκρανικός πόλεμος έρχεται να προσθέσει νέα προβλήματα στο διεθνές εμπόριο βασικών διατροφικών αγαθών.
Στις παγιωμένες εδώ και πολλά χρόνια εμπορικές σχέσεις, Ουκρανία και Ρωσία αποτελούν τους βασικούς προμηθευτές (α) του ελλειμματικού ευρωπαϊκού νότου σε μαλακό σίτο και δημητριακά εν γένει και (β) όλης της Ευρώπης σε ηλιέλαιο και λιπάσματα.
Η Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική που με τις άμεσες και έμμεσες ενισχύσεις της καθορίζει την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή, μετά τη μεταρρύθμιση του 2003 ωθεί τα κράτη-μέλη στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και στην εγκατάλειψη και σταδιακή υποκατάστασή τους από εισαγωγές, βασικών μεν αλλά φτηνών διατροφικών αγαθών. Η επισιτιστική επάρκεια δεν περιλαμβανόταν στη διάλεκτο των Βρυξελών μέχρι χθες.
Η πρώτη αντίδραση στην κρίση ήταν η συνηθισμένη, 500 εκατ. ευρώ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του αγροτικού τομέα, την ίδια στιγμή που ο Εμανουέλ Μακρόν, που ηγείται της χώρας με τη μεγαλύτερη και πολυποίκιλη παραγωγή, μιλάει για ενδεχόμενο λιμό.
Δεν είναι ακόμα τόσο δύσκολα τα πράγματα, η Ευρώπη δεν θα πεινάσει, αλλά θα δοκιμαστεί και το μέγεθος της δοκιμασίας εξαρτάται απολύτως από τη διάρκεια του πολέμου. Προς το παρόν οι πιέσεις είναι κυρίως πληθωριστικές, το καμπανάκι όμως του κινδύνου έχει χτυπήσει.
Είναι προφανές ότι στο άμεσο μέλλον θα πρέπει να αναθεωρηθούν βασικές αρχές της ΚΑΠ, π.χ. η διαχρονική στήριξη της πλεονασματικής βοοτροφίας, η οποία συμβάλλει και αρνητικά στην κλιματική αλλαγή αλλά και οι ελληνικές προτεραιότητες για την αγροτική παραγωγή.
Στα καθ’ ημάς: Μόνιμη μας παθογένεια είναι η γη. Η περιορισμένη έκταση για αγροτική χρήση, οι πολύ μικρές και κατακερματισμένες εκμεταλλεύσεις και το μεγάλο ποσοστό παραγωγικής γης στην κατοχή ετεροεπαγγελματιών, δημιουργούν ένα ασφυκτικό τοπίο για την αγροτική ανάπτυξη. Η ζήτηση γης είναι δυσανάλογα μεγάλη προς την προσφορά, η άρνηση δε των ιδιοκτητών να αποχωριστούν «το χωράφι του παππού», που συνήθως δεν βασίζεται στο συναίσθημα αλλά στην προσδοκία για αλλαγή σε πιο κερδοφόρα χρήση, έχει ως φυσικό επακόλουθο διαρκώς αυξανόμενα ενοίκια, ιδιαίτερα στις περιοχές υψηλής παραγωγικότητας. Το κυριότερο αίτημα των νέων γεωργών είναι η επάρκεια της γης σε βαθμό που να διασφαλίζει βιώσιμες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από άστοχες κρατικές παρεμβάσεις: Δασικοί χάρτες που αναστατώνουν τους παραγωγούς και δικαίως, κακοδιαχείριση βοσκοτόπων που οδηγούν σε σταβλισμένη κτηνοτροφία και τέλος, το διαχρονικό λάθος όλων των κυβερνήσεων που δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σε χωροθέτηση, χαρακτηρισμό και προστασία της αγροτικής γης, με αποτέλεσμα αυτή να ορίζεται ως περισσεύει από τις άλλες χρήσεις. Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο προστατεύει μόνο τη γη υψηλής παραγωγικότητας, αλλά όχι με απόλυτο τρόπο. Ευκαιριακές επιλογές για την αύξηση του γεωργικού εισοδήματος επιτρέπουν ακόμα και την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών μέσα στα όριά της.
Για να συμπληρωθεί η εικόνα, να σημειώσουμε ότι η καλλιεργούμενη με αροτραία έκταση είναι 17.200 χιλ. στρέμματα, εκ των οποίων μόνο το 40% αρδεύεται. Το 38% της αρδευόμενης γης καταλαμβάνει το βαμβάκι, που ναι μεν προσφέρει μεγάλο εισόδημα στους παραγωγούς, λόγω της ισχυρής και κατ’ εξαίρεση ενίσχυσής του από τα ευρωπαϊκά ταμεία, δεν παύει όμως να αναπτύσσεται σε βάρος της παραγωγής διατροφικών αγαθών.
Η λίγη χρήσιμη αγροτική γη δεν επιτρέπει εφησυχασμό, η βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα εξαρτάται από τη διαφύλαξη των μέσων παραγωγής. Η χωροθέτηση της αγροτικής γης και η προστασία της από άλλες χρήσεις είναι το κλειδί. Οι συνηθισμένες κυβερνητικές εξαγγελίες που βρίσκονται στην ατζέντα όλων των κομμάτων για ισχυρό αγροτικό τομέα, θα μένουν εσαεί άνευ περιεχομένου αν δεν διασφαλιστεί ο απαραίτητος ζωτικός της χώρος ή ό,τι τέλος πάντων έχει πλέον απομείνει.
Το όλο εγχείρημα δεν έχει σημαντικό οικονομικό κόστος, αλλά μόνο πολιτικό δεδομένου ότι το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ) καταγράφει όλη την αγροτική γη. Σε ένα επόμενο βήμα θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη η χάραξη Πολιτική Γης, που με φοροκίνητρα θα παρενέβαινε στην εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης επ’ ωφελεία των παραγωγών αλλά και των κρατικών εσόδων, αφού η σημερινή κατάσταση κινείται στον χώρο της γκρίζας οικονομίας.