Γράφει ο Μιχάλης Μ. Ψαλιδόπουλος Ομότιμος καθηγητής Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Επισκόπηση των σημαντικότερων σταθμών και των νομοθετικών πρωτοβουλιών για τον κλάδο
Ο κλάδος της βιομηχανίας στην Ελλάδα άργησε να αποκτήσει ρίζες. Το εμπορικό και το ναυτιλιακό κεφάλαιο δεν εκδήλωσαν πρωτοβουλία να επενδύσουν στη βιομηχανική παραγωγή. Ο 19ος αιώνας πέρασε χωρίς ουσιαστικό κρατικό ενδιαφέρον για τον δευτερογενή τομέα και χωρίς μεγαλόπνοες πρωτοβουλίες Ελλήνων επιχειρηματιών για την οργάνωση και λειτουργία βιομηχανικών μονάδων. Υπήρξαν βέβαια μεμονωμένα μέτρα και ρυθμίσεις, δασμολόγια ταμιευτικού κυρίως χαρακτήρα και άλλες παρεμβάσεις, αλλά μη ενταγμένες σε ένα όραμα ανάπτυξης βιομηχανίας στη χώρα. Το 1910 ιδρύθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ενώ υπουργείο Βιομηχανίας ακολούθησε μόλις το 1951 με τον νόμο 1671/51. Αξίζει να παρατηρηθεί ότι άλλα υπουργεία, όπως το Συντονισμού ή το Εμπορίου, χειρίζονταν και αυτά θέματα βιομηχανίας, με αποτέλεσμα πολυφωνία και καθυστερήσεις στην υλοποίηση αποφάσεων. Το 1920, με τον Ν.2190 περί Ανωνύμων Εταιρειών, διευκολύνθηκε η συγκέντρωση κεφαλαίων για την ίδρυση παραγωγικών μονάδων. Με τον 2498/1922 κυρώθηκε το πρώτο ελληνικό νομοσχέδιο «περί προαγωγής της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας», που διευκόλυνε την εγκατάσταση και επέκταση μονάδων του δευτερογενούς τομέα και πρόβλεπε την προτίμηση αγοράς ελληνικών προϊόντων από το Δημόσιο έναντι των ξένων. Το δασμολόγιο του 1923 υπερδιπλασίασε τους ισχύοντες δασμούς και σε συνδυασμό με το άφθονο εργατικό δυναμικό που είχε εισρεύσει στη χώρα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή απογείωσε την ελληνική βιομηχανική δραστηριότητα. Με τους Ν.4536/30, 4607/30, 4782/30 και 5312/31 η προστασία της ελληνικής βιομηχανίας ενισχύεται περισσότερο. Ιδρύεται το 1927 η Hellenic Corporation από τους οίκους Hambro και Speyer με κεφάλαιο 1 εκατ. λιρών και με αποκλειστικό έργο την παροχή βιομηχανικών πιστώσεων.
Η κρατική πολιτική πρέπει να συνεχίσει την επίμονη και διαρκή προσπάθεια στήριξης της βιομηχανίας στο άμεσο μέλλον
Η κρίση του 1929 που οδηγεί στην πτώχευση του 1932 και η νέα εμπορική πολιτική του 1935 ωθούν τη βιομηχανία σε ακόμα υψηλότερες επιδόσεις. Ο σταθμικός, κατά ποσότητα, δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής υπολογίζεται στο 70 το 1922, στο 100 το 1928 και στο 168 το 1938 . Ο Δημήτριος Τσούγκος στο «Οι οικονομικοί μας ηγέται» πλέκει το εγκώμιο των Ελλήνων βιομηχάνων. Η χώρα βρίσκεται στον «Δρόμο της εκβιομηχάνισης», σύμφωνα με τη διατριβή του Ξενοφώντα Ζολώτα. Κατά την Κατοχή, η βιομηχανία υπέστη τρομερές καταστροφές και η ανάταξή της μέσα στη μεταπολεμική νομισματική αστάθεια έως το 1953 και στο πολωμένο πολιτικό κλίμα δεν ήταν εύκολη υπόθεση, με εξαίρεση τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας που ανέκαμψε σχετικά γρήγορα. Σύντομα ξεκίνησαν προσπάθειες στον τομέα της ενέργειας, ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία κινητήρια δύναμη. Αναπτύχθηκαν προβληματισμοί σχετικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων και τη συγκέντρωσή τους σε Αθήνα/Πειραιά. Πόροι του υπεδάφους επανακαταγράφηκαν και δρομολογήθηκε η εκμετάλλευσή τους. Η χρηματοδότηση της βιομηχανίας πέρασε στον ΟΒΑ, τον ΟΧΟΑ και ειδικά πιστωτικά ιδρύματα των εμπορικών τραπεζών (ΕΤΒΑ, ΕΤΕΒΑ κ.λπ.). Ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής με βάση το 100 το 1938, βρισκόταν στο 73 το 1948, στο 110 το 1950 και στο 172 το 1954. Ο βιομηχανικός τομέας διακηρύχθηκε ως εκείνος στον οποίο όλη η κοινωνία προσέβλεπε για την απογείωση της ελληνικής οικονομίας και την ένταξή της στην ομάδα των πλουσιότερων χωρών της Ευρώπης. Κατά την περίοδο 1950-60, η μέση ετήσια αύξηση του εισοδήματος από τη βιομηχανία ανερχόταν με ρυθμό 7,2% σε σταθερές τιμές, ποσοστό που ανέβηκε στο 9,2 την επόμενη δεκαετία. Η συμβολή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 20% το 1950 σε 31% το 1971. Οι βιομηχανικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν μεταξύ 1960-75 περί το 30%
Κύριοι κλάδοι βιομηχανικής δραστηριότητας ήταν η ελαφρά βιομηχανία, είδη διατροφής, ποτά, καπνός, υφαντουργία, με τις χημικές βιομηχανίες, τα μεταλλουργικά προϊόντα και το τσιμέντο να ακολουθούν, αλλά να δεσπόζουν από πλευράς μεγέθους. Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά από παράγοντες όπως: α) την αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από το 1960 έως το 1972 κατά 5,8 φορές, β) τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ που έδωσε έναν εξαγωγικό προσανατολισμό στους βιομηχάνους, γ) τις χαμηλές τιμές και μισθούς που ίσχυαν και δ) τις φθηνές πιστώσεις που τέθηκαν στη διάθεση της βιομηχανίας οι οποίες αριθμούσαν 2,5 δισ. δραχμές το 1960 και 16 δισ. το 1971. Έτσι, ο γενικός δείκτης αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής μεταξύ 1959-71 ήταν 179%, με τα μεταλλουργικά προϊόντα να αυξάνουν κατά 1.094% την ίδια περίοδο. Σημαντικοί νόμοι-υπόβαθρο των εξελίξεων ήταν οι εξής:
- Ο 2176/52 που ενίσχυε τη μεταποιητική δραστηριότητα στην επαρχία.
- Ο 2687/53 που κατοχύρωνε συνταγματικά την ελευθερία εξαγωγής κερδών των ξένων επενδύσεων από την Ελλάδα.
- Ο 4171/61 που έδωσε παραπέρα κίνητρα σε μεγάλες επενδύσεις.
- Οι 147/67, 1078/71, 1312/72 που έδωσαν ωφελήματα επιδοματικού χαρακτήρα στη μεταποίηση ώστε να προωθηθούν οι εξαγωγές.
Διαρθρωτικά προβλήματα
Η ελπιδοφόρα αυτή εξέλιξη σκιαζόταν ωστόσο από διαρθρωτικά προβλήματα. Το 1958 μόλις το 0,7% των επιχειρήσεων απασχολούσε πάνω από 50 εργάτες, ενώ μόνο το 0,4% των επιχειρήσεων ήταν «κανονικές» ανώνυμες εταιρείες. Το 1975 μόλις 36 επιχειρήσεις (σε σύνολο περίπου 1.500 ανωνύμων εταιρειών) απασχολούσαν πάνω από 1.000 άτομα, ενώ 54 απασχολούσαν πάνω από 500. Η μικρή αγορά, η οικογενειακή μορφή των ανωνύμων εταιρειών και ο οικοτεχνικός χαρακτήρας της μεταποίησης δεν επέτρεπαν στην ελληνική βιομηχανία να εξειδικευτεί, ενώ και η σύνδεση με την ΕΟΚ, εξαιτίας του παγώματος των σχέσεων λόγω της δικτατορίας μεταξύ 1967-74, δεν συνέβαλλε στο μέτρο που θα μπορούσε στην αλλαγή προσανατολισμού του ελληνικού βιομηχανικού τομέα. Έτσι, η συμμετοχή της ελαφράς βιομηχανίας στο σύνολο της παραγωγής ήταν 38% στην Ελλάδα έναντι 20% στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ της βαριάς βιομηχανίας ήταν μόλις 12% έναντι 36% αντίστοιχα. Γενικότερα, η μη ανάπτυξη κλάδου μηχανοκατασκευών και η εισαγωγή του τεχνολογικού εξοπλισμού των εργοστασίων από το εξωτερικό επιβάρυνε το ισοζύγιο πληρωμών και έθετε εμπόδια σε γρηγορότερη βιομηχανική επέκταση. Παρ’ όλα αυτά, η βιομηχανία το 1981 απασχολούσε το 20% του εργατικού δυναμικού και συνεισέφερε το 30% του ΑΕΠ. Πολλές βιομηχανίες είχαν αναπτύξει δικές τους πατέντες στην παραγωγική διαδικασία. Από τη δεκαετία του ’70 όμως οι πετρελαϊκές κρίσεις επιβάρυναν υπέρμετρα το κόστος και η βιομηχανία μπήκε σε μία κρίση διαρκείας: οι επενδύσεις μειώθηκαν και το μοντέλο της ανάπτυξής της μέσω πριμ εξαγωγών και φθηνών πιστώσεων γνώρισε τα όριά του.
Η πλήρης ένταξη στην ΕΟΚ/Ε.Ε. που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αποβιομηχάνιση, ενώ βέβαια η υπάρχουσα βιομηχανία είναι σήμερα ευρωπαϊκά ανταγωνιστική. Η εφαρμογή της πολιτικής της «σκληρής δραχμής», της υποτίμησης του νομίσματος σε ποσοστό χαμηλότερο του τρέχοντος πληθωρισμού, έκανε ακόμα δυσκολότερη τη θέση των ελληνικών βιομηχανικών εξαγωγών. Τα ελληνικά κεφάλαια στράφηκαν σε άλλες, πιο κερδοφόρες εμπορικές δραστηριότητες και τοποθετήθηκαν σε άλλους κλάδους. Η δεκαετία της κρίσης του 2010 κλόνισε αλλά δεν συρρίκνωσε περισσότερο την ελληνική βιομηχανία, που παράγει σήμερα περί το 15% του ΑΕΠ. Πολιτικό ζητούμενο είναι να αναδυθούν στην οικονομία νέοι παραγωγικοί κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η κρατική πολιτική πρέπει να συνεχίσει την επίμονη και διαρκή προσπάθεια στήριξης της βιομηχανίας στο άμεσο μέλλον