ESG και Εκθέσεις Βιώσιμης Ανάπτυξης μετασχηματίζουν τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση.
Oι κανονιστικές εξελίξεις όσον αφορά τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση είναι πλέον ραγδαίες. Οι εξελίξεις αυτές συνάδουν με τις ανάγκες ενημέρωσης των ενδιαφερόμενων μερών των εταιρειών, κυρίως τους επενδυτές και λοιπούς παρόχους κεφαλαίου, αναλυτές, μετόχους, πελάτες/καταναλωτές, συνεργάτες/προμηθευτές, εργαζόμενους, αλλά και εκπροσώπους των τοπικών και ευρύτερων κοινωνιών, όπως ΜΚΟ, ΜΜΕ, ενώσεις πολιτών, κ.ά.
Επιπλέον, η τάση για αλλαγή και, αντίστοιχα, βελτίωση των Εκθέσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης, ενισχύεται και από την ωρίμανση και επερχόμενη ενοποίηση των προτύπων αναφορών για μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, καθώς και τις εφαρμογές τεχνολογίας και ψηφιοποίησης των ESG δεδομένων. Συγκεκριμένα, τα πιο διαδεδομένα πρότυπα σύνταξης αναφορών ESG παγκοσμίως περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα GRI, SASB, TCFD, CDP, με την τάση που επικρατεί να είναι η ενοποίηση αυτών των προτύπων. Ειδικότερα στην Ελλάδα, για τις εισηγμένες εταιρείες της Οργανωμένης Αγοράς του Χρηματιστηρίου Αθηνών αξίζει να σημειωθεί η δημιουργία του Δείκτη ATHEX ESG, ο οποίος παρακολουθεί τη χρηματιστηριακή απόδοση των εισηγμένων εταιρειών του Χ.Α. που υιοθετούν και δημοσιοποιούν τις επιδόσεις τους σε θέματα ESG.
Οι βασικές αλλαγές στις Εκθέσεις Βιώσιμης Ανάπτυξης αφορούν την περαιτέρω εστίαση του περιεχομένου τους στις σημαντικότερες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις των επιχειρήσεων, όπως αυτές προκύπτουν από το επιχειρηματικό τους μοντέλο και τα προϊόντα/υπηρεσίες που προσφέρουν, σε αντίθεση με την εστίαση σε μεμονωμένα οφέλη που προκύπτουν από φιλανθρωπικές ή χορηγικές δράσεις. Η έμφαση αυτή δημιουργεί σημαντική αλλαγή και στη βελτίωση της ουσιαστικότητας των ESG δεικτών επίδοσης.
Η τάση αυτή βασίζεται στην ενσωμάτωση της βιώσιμης ανάπτυξης στην εταιρική στρατηγική υπό τη λογική της «διπλής ουσιαστικότητας», πόσο, δηλαδή, μία εταιρεία διαχειρίζεται τόσο τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που προκύπτουν για την ίδια από τις προκλήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης (π.χ. κλιματική αλλαγή), αλλά και πώς η εταιρεία συνεισφέρει στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων μέσα από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της, δημιουργώντας μακροπρόθεσμη αξία για τα ενδιαφερόμενά της μέρη και την ευρύτερη οικονομία, κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον.
Γεγονός παραμένει ότι η πλειονότητα των εταιρειών στην Ελλάδα που ευθυγραμμίζονται με τα κριτήρια ESG είναι εισηγμένες και μεγάλες επιχειρήσεις. Ο ρόλος, όμως, των μικρομεσαίων εταιρειών παραμένει εξαιρετικά σημαντικός - ειδικότερα όσων αποτελούν κρίκο στις εφοδιαστικές αλυσίδες των μεγαλύτερων. Στο πλαίσιο της υπεύθυνης διαχείρισης που επιβάλλει η ανάγκη ενσωμάτωσης της βιώσιμης ανάπτυξης στη στρατηγική των εταιρειών, η ευθύνη αναγνώρισης περιβαλλοντικών ή οικονομικοκοινωνικών επιδράσεων σε όλη την αλυσίδα αξίας δημιουργεί την τάση για πιο στενή συνεργασία με προμηθευτές και συνεργάτες, και την ανάπτυξη ESG δεικτών που αφορούν και τη δική τους επίδοση.