Της Δανάης Αλεξάκη, [email protected]
Τι δείχνουν τα ευρήματα της πρώτης έρευνας, της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Διαφημιζομένων, για τη Διαφορετικότητα και την Ισότιμη Ένταξη, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2021 σε 22 εθνικούς Συνδέσμους, μεταξύ των οποίων και ο Σύνδεσμος Διαφημιζομένων Ελλάδος.
Διαφορετικότητα, ισότητα και συμπερίληψη», τρεις όροι που έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν βαρύνουσα θέση όχι μονάχα στη συνείδηση των πολιτών αλλά και στις στρατηγικές των επιχειρήσεων. Την τελευταία δεκαετία, όλο και περισσότερο, οι ηγέτες των επιχειρήσεων αναγνωρίζουν ότι μια ποικιλόμορφη και χωρίς αποκλεισμούς βάση εργαζομένων -με μια σειρά προσεγγίσεων και προοπτικών- αποτελεί πλεονέκτημα όταν ανταγωνίζονται σε μια ταχέως εξελισσόμενη, παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Η υιοθέτηση των πολιτικών που στηρίζουν τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη ενισχύει τη φήμη του εργοδότη, αυξάνει την παραγωγικότητα και τη συνολική εργασιακή ικανοποίηση και ενισχύει το ηθικό των εργαζομένων. Σχετικές έρευνες της Mckinsey υποδεικνύουν μια θετική και στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της χρηματοοικονομικής υπεραπόδοσης μιας εταιρείας και της διαφορετικότητας σε όρους φύλου και εθνικότητας.
Οι αναλυτές της Mckinsey επισημαίνουν ότι για να καταγραφεί μια ουσιαστική και γενικευμένη πρόοδος στο πεδίο της διαφορετικότητας και της ισότητας, οι εταιρείες απαιτείται να αλλάξουν το επίπεδο θάρρους και τόλμης που έχουν επιδείξει μέχρι τώρα. Πρέπει να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν ευαίσθητα θέματα γύρω από κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα και στερεότυπα και πρέπει κυρίως να επενδύσουν μακροπρόθεσμα σε αυτό το πεδίο.
Οικογενειακή κατάσταση και ηλικία
Σύμφωνα με τα ευρήματα της πρώτης παγκόσμιας έρευνας «Diversity, Equity & Inclusion» της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Διαφημιζομένων, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2021, σε 22 Εθνικούς Συνδέσμους, μεταξύ των οποίων και ο Σύνδεσμος Διαφημιζομένων Ελλάδος, οι πιο συνηθισμένες μορφές διακρίσεων που εντοπίστηκαν αφορούν την οικογενειακή κατάσταση και την ηλικία, με το 27% των ερωτηθέντων να συμφωνεί ότι η εταιρεία τους δεν αντιμετωπίζει όλους τους εργαζομένους ισότιμα, δηλαδή ανεξάρτητα από την οικογενειακή τους κατάσταση αλλά και την ηλικία τους.
Πιο συγκεκριμένα, το 36% των ερωτηθέντων συμφωνεί πως η ηλικία μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην καριέρα κάποιου, ενώ το 40% των γυναικών συμφώνησε ότι το ίδιο ισχύει και για την οικογενειακή κατάσταση.
Η έρευνα κατέγραψε ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη μισθολογικού χάσματος μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ορισμένες αγορές και συνολικά χειρότερες εμπειρίες για τις γυναίκες. Και τα δύο αυτά ευρήματα ισχύουν και στην Ελλάδα. Οι εθνικές μειονότητες εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά από τις εθνικές πλειοψηφίες σε κύριες ερωτήσεις, όπως «αισθάνομαι ότι ανήκω στην εταιρεία μου», σχεδόν σε όλες τις αγορές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 8% των ερωτηθέντων με αναπηρία δηλώνει ότι έχει αντιμετωπίσει διακρίσεις λόγω αναπηρίας (στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται) και «σκοράρει» χαμηλότερα στην ερώτηση «αισθάνομαι ότι ανήκω στην εταιρεία μου» από τους ερωτηθέντες χωρίς αναπηρία (στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο).
Ταμπού θέματα ψυχικής υγείας Τα θέματα ψυχικής υγείας εξακολουθούν να είναι ταμπού για πολλούς. Περίπου το 7% των ερωτηθέντων παγκοσμίως ανέφερε ένα μακροχρόνιο θέμα υγείας, και από αυτούς το 71% δήλωσε ότι σχετίζονται με την ψυχική υγεία. Ωστόσο, μόνο το 44% από αυτούς είχε ενημερώσει τον εργοδότη του για το ζήτημα. Τα καλά νέα είναι ότι 59% από αυτούς που ενημέρωσαν δήλωσαν ότι οι εργοδότες τους ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Στο Inclusion Index, o παγκόσμιος μέσος όρος ανέρχεται σε 64%, με αποτέλεσμα ο κλάδος του marketing και της επικοινωνίας να κατατάσσεται πάνω από όλους τους άλλους κλάδους που παρακολουθούνται από την Kantar (αμέσως επόμενος ο κλάδος υγείας και φαρμακευτικών προϊόντων με 60%), υπάρχει όμως μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες και ομάδες.
Αξίζει να επισημανθεί επίσης ότι 17% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα εγκατέλειπαν την εταιρεία τους και 15% τον κλάδο, λόγω διακρίσεων ή/και έλλειψης ισότιμης ένταξης. Είναι πολύ σημαντικό ωστόσο το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες (60%) δήλωσαν ότι οι εταιρείες τους κάνουν σημαντική προσπάθεια σε θέματα διαφορετικότητας και ισότιμης ένταξης, όμως και εδώ υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ χωρών και διαφορετικών ομάδων.
Τα βασικότερα ευρήματα
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τα βασικότερα ευρήματα της έρευνας υποδεικνύουν εξίσου σημαντικά ζητήματα που πρέπει να τεθούν στο μικροσκόπιο των επιχειρήσεων.
Σχετικά με τη Διαφορετικότητα
Υπάρχει καλή εκπροσώπηση σε σύγκριση με τα διαθέσιμα στοιχεία απογραφής του πληθυσμού σε κάποιες μειονοτικές ομάδες με βάση το φύλο και τη θρησκεία, αλλά και τον σεξουαλικό προσανατολισμό (θέμα για το οποίο δεν υπάρχουν στοιχεία απογραφής). Υπάρχει όμως υποεκπροσώπηση ατόμων με αναπηρία (4% στην έρευνα, όταν στον πληθυσμό είναι 10%) και διαφορετικής εθνικότητας (99% των συμμετεχόντων στην έρευνα ήταν Έλληνες).
Σχετικά με την Ισότιμη Ένταξη
Οι άνδρες εργαζόμενοι φέρεται να έχουν καλύτερες οικονομικές απολαβές κατά μέσο όρο από τις γυναίκες, σε όλα τα επίπεδα εμπειρίας, εκτός από το middle και junior level. Η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα από τον Global Inclusion Index (59% vs 64%). Στον δείκτη αυτόν συνυπολογίζονται η αίσθηση ότι ανήκω στην εταιρεία όπου εργάζομαι, η απουσία διακρίσεων και υποτιμητικής/αρνητικής συμπεριφοράς. Οι Έλληνες ερωτηθέντες σε ποσοστό 46% (έναντι 60% του διεθνούς μ.ό.) συμφωνούν ότι η εταιρεία τους λαμβάνει ενεργά μέτρα για να είναι συμπεριληπτική και χωρίς αποκλεισμούς. 15% των Ελλήνων δήλωσαν ότι είναι πιθανό να αποχωρήσουν από την εταιρεία στην οποία εργάζονται και 15% από τον κλάδο, λόγω διακρίσεων ή/και έλλειψης ισότιμης ένταξης. Και ένα ακόμα 5% προτίμησε να μην απαντήσει στην ερώτηση.
Η αίσθηση του «ανήκειν»
66% των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσαν ότι αισθάνονται ότι ανήκουν στην εταιρεία τους (πολύ κοντά στο διεθνές ποσοστό που ήταν 68%). Το ποσοστό είναι χαμηλότερο στα άτομα που ανήκουν σε θρησκευτική μειονότητα (56%) και στις γυναίκες (63%). Τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και οι άνδρες είναι πολύ κοντά στον μ.ό. (65% και 67% αντίστοιχα), ενώ τα άτομα με αναπηρία πάνω από τον μ.ό. (69%, που είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό που συναντάται). [SID:14913526]