Ο πρωτογενής τομέας αποτέλεσε έναν από τους ελάχιστους παραγωγικούς κλάδους που εμφάνισαν ισχυρά αντισώματα στην εν εξελίξει πανδημία του κορονοϊού, επιτυγχάνοντας να συγκρατήσει τη δυναμική του και σε κάποιες περιπτώσεις να ενδυναμώσει την εξωστρέφειά του. Σίγουρα όλα τα προϊόντα δεν είχαν ανάλογες επιδόσεις, ωστόσο το γενικό πρόσημο κινήθηκε με θετικό ρυθμό.
Με γνώμονα ότι η πανδημία εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική πρόκληση και κατά το τρέχον έτος, είναι αρκούντως δύσκολο να προβλεφθεί η δυνητική επίπτωση που θα έχει και στον συγκεκριμένο κλάδο. Παρ’ όλα αυτά, ήδη από το τέλος της περσινής χρονιάς οι διεθνείς οργανισμοί έχουν προσπαθήσει να σκιαγραφήσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές.
Σε πρόσφατη έκθεσή του ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) υπογραμμίζει πώς η βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να επηρεάσει την επισιτιστική ασφάλεια, το βιοτικό επίπεδο, τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και το εμπόριο. Το μέγεθος αυτών των επιπτώσεων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη σοβαρότητα της πτώσης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Με βάση δύο σενάρια ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας, αυτή η σύντομη περιγραφή απεικονίζει πώς το οικονομικό σοκ από την πανδημία θα μπορούσε να αντηχήσει στον γεωργικό τομέα την επόμενη δεκαετία.
Τα βασικά σενάρια και οι επιπτώσεις
Ειδικότερα, ο διεθνής οργανισμός εξετάζει δύο βασικά σενάρια: ένα θετικό και ένα δυσμενές. Το θετικό σενάριο προϋποθέτει επιτυχείς εκστρατείες εμβολιασμού, αποτελεσματικές κυβερνητικές πολιτικές και καλύτερη συνεργασία μεταξύ των χωρών, που θα οδηγήσουν στην οικονομική ανάκαμψη.
Στο δυσμενές σενάριο εξετάζονται ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην πορεία των προγραμμάτων του εμβολιασμού αλλά και οι δυσκολίες στον έλεγχο των νέων κρουσμάτων, εξέλιξη η οποία θα αποτελέσει τροχοπέδη για την ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας.
Επιπτώσεις στη ζήτηση: Τα χαμηλότερα εισοδήματα μετά το ξέσπασμα του COVID-19 αναμένεται να μειώσουν τη μικτή υψηλής ποιότητας διατροφική ζήτηση (calorie demand), παρά τις χαμηλότερες γεωργικές τιμές. Σύμφωνα με το θετικό σενάριο, η ακαθάριστη ζήτηση αγροτικών προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας κατά κεφαλή αναμένεται να είναι 0,85% κάτω από το μέσο φυσιολογικό επίπεδο για τη διετία 2020-21 και 0,7% κάτω από αυτό έως και το 2029. Η ακαθάριστη ζήτηση αυτού του είδους των προϊόντων προβλέπεται να μειωθεί κατά 0,3ποσοστιαία μονάδα καθ’ όλη την περίοδο προβολής στο δυσμενές σενάριο.
Επιπτώσεις στις τιμές: Το γεγονός ότι ο σχεδιασμός για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων δεν αποτελεί ένα δεδομένο το οποίο αποφασίζεται με βραχυπρόθεσμες προοπτικές, οδηγεί σε αρκετά προβλήματα τον κλάδο. Η εμφάνιση του κορονοϊού και η επακόλουθη πτώση της ζήτησης έχεικαταστήσει αρνητικό το ισοζύγιο προσφοράς - ζήτησης, με δεδομένο ότι η πρώτη αυξάνει και η δεύτερη μειώνεται. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η υπερ-προσφορά οδηγεί χαμηλότερα τις τιμές και φυσικά τα έσοδα των παραγωγών. Βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ προβλέπεται ότι οι τιμές αγροτικών προϊόντων θα υποχωρήσουν 10% από τον κινητό μέσο όρο των τελευταίων ετών στο διάστημα 2020-2021. Μετά το 2022 θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη των τιμών, αλλά όχι επιστροφή τους στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την πανδημία.
Αντίκτυπος στη γεωργική παραγωγή: Η πτώση της ζήτησης για γεωργικά προϊόντα και η επακόλουθη πτώση των τιμών οδηγούν σε μείωση της γεωργικής παραγωγής. Ο αντίκτυπος στη συνολική παραγωγή αναμένεται να είναι σχετικά μικρός βραχυπρόθεσμα καθώς χρειάζεται χρόνος για τους γεωργικούς παραγωγούς να ανταποκριθούν στη χαμηλότερη ζήτηση των καταναλωτών. Μεσοπρόθεσμα, αναμένεται μεγαλύτερη μείωση της συνολικής γεωργικής παραγωγής. Μέχρι το 2029 η συνολική παραγωγή προβλέπεται να είναι κατά 0,9% και 1,2% χαμηλότερη από τα βασικά επίπεδα στα δύο σενάρια αντίστοιχα. Η αντίδραση της παραγωγής είναι πιο έντονη στο αρνητικό σενάριο, καθώς η ζήτηση θα επηρεαστεί περισσότερο εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι πιο αργή. Συνολικά, ο μέσος αντίκτυπος στην παραγωγή εμπορευμάτων όπως δημητριακά, ελαιούχοι σπόροι και προϊόντα ελαιούχων σπόρων, ζάχαρη, κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, ψάρια, βιοκαύσιμα και βαμβάκι αναμένεται να είναι περιορισμένος.
Ωστόσο, η προσφορά άλλων γεωργικών προϊόντων (π.χ. φρούτα και λαχανικά) θα επηρεαστεί σε μεγαλύτερο βαθμό.
Επιπλέον, καθώς η ζήτηση των καταναλωτών αναμένεται να μειωθεί περισσότερο για τα ζωικά προϊόντα υψηλής αξίας από ό,τι για τα βασικά τρόφιμα, η μείωση της ζωικής παραγωγής αναμένεται να είναι ισχυρότερη σε σύγκριση με την παραγωγή δημητριακών. Η παραγωγή δημητριακών αναμένεται ακόμη και να αυξηθεί ελαφρά το 2020-21 σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο, καθώς τα μέτρα αποκλεισμού προκαλούν πρόσθετη ζήτηση για βασικά τρόφιμα. Εκτιμάται ότι η υποχώρηση της ζωικής παραγωγής θα επιφέρει αντίστοιχη πτώση στη ζήτηση ζωοτροφών και ως εκ τούτου αυτό θα έχει αρνητική επίδραση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και στην παραγωγή των δημητριακών.
Η ζωική παραγωγή αναμένεται να μειωθεί κατά 1,1% και 1,3% το 2020-21 στα δύο σενάρια αντίστοιχα. Τα επόμενα χρόνια η ζωική παραγωγή αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο, αν και με χαμηλότερο ρυθμό.
Επίδραση στην εξαγωγική δραστηριότητα: Η επιβολή περιοριστικών μέτρων μετακίνησης τόσο πολιτών όσο και μεταφορών όπως είναι φυσικό πλήττει τις εξαγωγές, με τον διεθνή οργανισμό να εκτιμά ότι θα υποχωρήσουν κατά 1% σε όρους δολαρίου σε σύγκριση με τον μέσο όρο και στα δύο σενάρια που εξετάζει. Οι επιπτώσεις, πάντως, θα είναι διαφορετικές ανά γεωγραφική περιοχή, ενώ αναμένεται ότι από το 2022 και μετά θα υπάρξει ανάκαμψη και μάλιστα σε επίπεδα ανάλογα με αυτά που είχαν καταγραφεί προ της πανδημίας. Έως το 2029 αναμένεται ότι οι διεθνείς εξαγωγές αγροτικών προϊόντων θα κυμανθούν από τρία έως τέσσερα δισ. δολάρια χαμηλότερα από τον μέσο όρο.
Βελτίωση του εμπορίου ενδοπεριφερειακά
Από την πλευρά του ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΟΣΑ (FAO), αναλύοντας τις επιπτώσεις της πανδημίας στον γεωργικό τομέα αναμένεται ότι η παραγωγή λαχανικών θα γίνει πολύ πιο τοπική, αλλά δεν περιμένει αλλαγές στις κινήσεις των βασικών τροφίμων (ρύζι, αραβόσιτος), φρούτα, κρέας, τα οποία αποτελούν ήδη τα είδη διατροφής με τη μεγαλύτερη κινητικότητα σε διεθνές επίπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο ένας από τους τομείς που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί είναι το ενδοπεριφερειακό εμπόριο, το οποίο θα οδηγήσει σε μικρότερες τροφικές αλυσίδες, θα δημιουργήσει περισσότερες αγορές για τους αγρότες και θα βελτιώσει την πρόσβαση τόσο στις εισροές (σπόρους, λιπάσματα) όσο και στις εκροές (τρόφιμα).
Αναφορικά με τον ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι μεγάλες διεθνείς εταιρείες τροφίμων στην αντιμετώπιση της επικείμενης έλλειψης πρόσβασης σε τρόφιμα σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, ο FAO πρότεινε στις χώρες να δημιουργήσουν μια«επιτροπή κρίσης» για να αντιμετωπίσουν τον αντίκτυπο της επιδημίας COVID-19 στον εφοδιασμό με τρόφιμα, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπουργεία Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Τροφίμων, Μεταφορές, Οικονομία, Εμπόριο. Για να διασφαλιστεί ότι οι στρατηγικές εφαρμόζονται επαρκώς και πλήρως από τους διαχειριστές της αγοράς, είναι ζωτικής σημασίας η εν λόγω επιτροπή κρίσης να εμπλέξει τον ιδιωτικό τομέα, μέσω μιας ευρύτερης συμβουλευτικής επιτροπής πολλών ενδιαφερομένων που θα περιλαμβάνει εκπροσώπους όλων των παραγόντων στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων.