Του Γιώργου Καρανίκα*
Με την κυβέρνηση να διάγει ακόμη τον «μήνα του μέλιτος» μετά την εκλογική της νίκη και με τις πρώτες της κινήσεις εντός και εκτός των τειχών να δημιουργούν την αίσθηση στην αγορά ότι το «τρένο» της οικονομίας αλλάζει επιτέλους «ράγα», για να κινηθεί πιο αποφασιστικά στην κατεύθυνση της ανάπτυξης, είναι φυσιολογικό να καλλιεργούνται σε πολλούς υψηλές προσδοκίες εν όψει των εξαγγελιών του πρωθυπουργού στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Οι φορείς της αγοράς δεν παραγνωρίζουμε πως το παρόν και το μέλλον της πραγματικής οικονομίας παραμένoυν εν πολλοίς «αιχμάλωτα» των στόχων για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, γεγονός που είναι σίγουρο ότι θα απομακρύνει χρονικά την ικανοποίηση πολλών από τα δίκαια αιτήματα του εμπορικού κόσμου και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα ως προς τη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών. Όσο γρηγορότερα καταφέρει να απεγκλωβιστεί η χώρα από τη μέγγενη των πλεονασμάτων αυτών, τόσο πιο εφικτή θα γίνει η υλοποίηση πολιτικών φιλικών προς την επιχειρηματικότητα.
*O Γιώργος Καρανίκας είναι Πρόεδρος της ΕΣΕΕ.
Η ΕΣΕΕ με τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία παρουσίασε τις προηγούμενες εβδομάδες σειρά προτάσεων για να γίνει πράξη η «επιστροφή στην κανονικότητα» στις αλλεπάλληλες συναντήσεις που είχε με όλο το οικονομικό επιτελείο. Ευτυχώς, αρκετές εξ αυτών αποτυπώθηκαν στις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Οι βελτιώσεις στις 120 δόσεις και τον ΕΝΦΙΑ, η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, καθώς και η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης και της συνευθύνης του εργοδότη έναντι των εργαζομένων σε εργολάβο με συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι μέτρα θετικά.
Ωστόσο μέτρα-σύμβολα φορολογικής αδικίας και αλαζονείας της «τρόικας» εξακολουθούν να καταδυναστεύουν την καθημερινότητα επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών. Το τέλος επιτηδεύματος και η προκαταβολή του 100% του φόρου είναι δύο χαρακτηριστικά κατάλοιπα της μνημονιακής εποχής που πρέπει να εκλείψουν. Όχι μόνο για να ενισχυθεί ουσιαστικά η ρευστότητα της μικρομεσαίας επιχειρήσεις, αλλά και για λόγους συμβολισμού, καθώς -όπως είπε και η κ. Μέρκελ στον πρωθυπουργό- το 50% της οικονομίας είναι ψυχολογία.
Εκτός όμως από τις επιμέρους ρυθμίσεις που επουλώνουν τις πληγές του «χθες», το ελληνικό εμπόριο, ως διαχρονικά η πρωτοπορία της μεσαίας τάξης, αδημονεί να ενημερωθεί από τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τις κυβερνητικές προτεραιότητες που διαμορφώνουν το αναπτυξιακό σχέδιο της οικονομίας.
Το εμπόριο, εγγεγραμμένο στο DNA του Έλληνα, είναι η πιο ευέλικτη μορφή οικονομικής δραστηριότητας, ανθεκτική σε φουρτούνες και ευπροσάρμοστη στις αλλαγές, ένας κλάδος που λειτουργεί ως «παλμογράφος» της μεσαίας τάξης και της αγοράς, ο οποίος προκόβοντας δημιουργεί προστιθέμενη αξία για ολόκληρη την κοινωνία. Γι’ αυτό και του αξίζει η «πρώτη θέση» στο τρένο της ανάπτυξης.
Αυτό όμως που σήμερα κυρίως λείπει από τη μικρομεσαία επιχείρηση για να κάνει με σιγουριά τα επόμενα βήματα προς την εξωστρέφεια και την καινοτομία είναι τα νέα εργαλεία που θα ανοίγουν τον δρόμο της ανάπτυξης σε συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού με τις μεγάλες εγχώριες και πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Κορυφαία ζητήματα αποτελούν: πρώτον, η διαμόρφωση ενός σταθερού, φιλο-επενδυτικού φορολογικού συστήματος και, δεύτερον, η ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, με βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να ευδοκιμήσουν καινοτόμες δράσεις όπως τα Open Malls και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι παρεμβάσεις που έχουμε προτείνει στους καθ’ ύλην αρμόδιους υπουργούς για ενίσχυση των εξαγωγών, επίσπευση του ψηφιακού μετασχηματισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και πάταξη του παρεμπορίου.