Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Η ανθεκτικότητα που εμφανίζουν οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων, που σε αρκετές κατηγορίες καταγράφουν και ιστορικά ρεκόρ, υποδηλώνουν ότι ο γεωργικός τομέας στην Ελλάδα παραμένει ένας σημαντικός τομέας οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑ, του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων όπως τα επεξεργάστηκε ο συνδέσμος εξαγωγέων Incofruit-Hellas, οι συνολικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων το 2018 ανήλθαν σε 6,45 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση 5,4% σε σχέση με το 2017.
Ειδικά η κατηγορία φρούτα, λαχανικά και παρασκευάσματα σημείωσε αύξηση 4,8% ξεπερνώντας το φράγμα των 2 δισ. ευρώ, ενώ σε επίπεδο όγκου παραγωγής το 2018 διαμορφώθηκε σε 2,253 εκατ. τόνους, αυξημένη κατά 6% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ειδικός σύμβουλος της Incofruit Γεώργιος Πολυχρονάκης, «το πλεόνασμα των φρούτων και λαχανικών καλύπτει το έλλειμμα που καταγράφουν οι κατηγορίες των κρεάτων και των γαλακτοκομικών. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να επισημανθεί. Τα νωπά φρούτα και οπωροκηπευτικά από το 2016 καταγράφουν ρεκόρ εξαγωγών το οποίο το διατηρούν».
Σε ό,τι αφορά τη φετινή χρονιά, οι εκτιμήσεις θέλουν τις εξαγωγές των νωπών οπωροκηπευτικών και φρούτων να κρατούν την ίδια δυναμική με το 2018. Ήδη τα δείγματα από τα χειμερινά φρούτα υποδεικνύουν αυτή την τάση θωράκισης των κατεκτημένων μεριδίων στις διεθνείς αγορές.
Οι πολύ δυνατές επιδόσεις που καταγράφουν οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων, πέρα από χαμόγελα, δημιουργούν και προβληματισμούς οι οποίοι επικεντρώνονται κυρίως στο κομμάτι της περαιτέρω προοπτικής.
Πάνω από το 70% της αξίας των αγροτικών μας προϊόντων συγκεντρώνεται σε μόλις έξι κατηγορίες προϊόντων, γεγονός που φανερώνει τα μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης, αλλά και την υστέρηση άλλων κατηγοριών.
Η πρώτη δεκάδα εξαγωγικών προορισμών των αγροτικών προϊόντων περιλαμβάνει χώρες με ευνοϊκές προοπτικές για την πώληση προϊόντων σε υψηλότερες τιμές, όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Ολλανδία, περιλαμβάνει όμως και χώρες όπου διοχετεύονται αγροτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία.
Ένα ακόμα σημαντικό πεδίο αφορά την «απόδοση» των ρεκόρ των εξαγωγών στο εισόδημα των παραγωγών. Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, ένα ιδιαίτερα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η αιγοπροβατοτροφία, που παρά τις επιδόσεις των εξαγωγών φέτας την τελευταία δεκαετία, ο κλάδος βρίσκεται σε δυσμενή κατάσταση, με πολλούς κτηνοτρόφους να κινούνται στο όριο της βιωσιμότητας της δραστηριότητάς τους.
Η πάταξη των ελληνοποιήσεων, η οργάνωση της εφοδιαστικής αλυσίδας και η ταυτοποίηση της ευεργετικής ιδιότητας των ελληνικών τροφίμων είναι τα τρία βήματα που μπορούν να απογειώσουν τις ελληνικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. «Η εγχώρια γεωργία θα μπορούσε να καταγράψει ακόμα πιο σημαντικές επιδόσεις. Οι λόγοι που την κρατούν πίσω είναι οι τρεις αυτοί παράγοντες, αρχής γενομένης με την αδυναμία εξασφάλισης σταθερής ροής στο διεθνές λιανεμπόριο, δεν υπάρχουν οργανωμένα logistics αγροτικών προϊόντων και η σιδηροδρομική μεταφορά είναι προβληματική λόγω ανεπαρκούς δικτύου» αναφέρουν παράγοντες της αγοράς.
Σχετικά με το κεφάλαιο ελληνοποιήσεις, οι ίδιοι επισημαίνουν ότι «δεν έχουμε ηλεκτρονικό έλεγχο των ροών, δεν έχουμε επαρκές προσωπικό για τους ελέγχους και δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι αυτό το μέλι που λέμε ελληνικό και εξάγουμε ως ελληνικό, δεν ήρθε από τη Βουλγαρία».
Επίσης δεν πιστοποιούνται οι ιδιότητες των ελληνικών προϊόντων. «Οι Ολλανδοί κτηνοτρόφοι ξέρουν πως η ελληνική ρίγανη και μόνο αυτή, έχει αντιβιοτικές ιδιότητες, αλλά εμείς δεν το προβάλλουμε ποτέ αυτό» σημειώνουν χαρακτηριστικά. Βασική προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα δεν είναι μόνον η ποιοτική υπόσταση των προϊόντων, αλλά και η συνέργεια όλων των κλάδων που εμπλέκονται, από το χωράφι και τον στάβλο μέχρι το τραπέζι του καταναλωτή.
Στην κατεύθυνση της θωράκισης της εξωστρέφειας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων κρίνεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη η αλλαγή της στρατηγικής, προκειμένου ο κλάδος όχι μονάχα να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα αλλά να καταφέρει να κατακτήσει σημαντικά μερίδια στα διεθνή ράφια.
Σε ό,τι αφορά τις καλλιέργειες, η στόχευση πρέπει να προβλέπει προϊόντα με διαφορετικά στάδια ωρίμανσης, ούτως ώστε να επεκταθεί η καλλιεργητική περίοδος και η εγχώρια παραγωγή να εκμεταλλευτεί όλες τις δυνατότητες που προσφέρει κλιματικά και γεωγραφικά η χώρα.
Παράλληλα, πρέπει να υπάρξει στόχευση ανά αγορά με βάση τη ζήτηση. Η Ελλάδα πρέπει να βρει νέες αγορές για τα προϊόντα της, καθώς τα επίπεδα κατανάλωσης στην Ευρώπη είναι στάσιμα και οι τιμές συμπιεσμένες. Οι ραγδαία αναπτυσσόμενες αγορές σε περιοχές όπου παραδοσιακά το ελληνικό εμπόριο διέθετε ισχυρή διείσδυση, όπως αυτές των χωρών της Μέσης Ανατολής και του Ισραήλ, πρέπει να αποτελούν τον άμεσο στόχο επέκτασης της διάθεσης των προϊόντων κυρίως των σύγχρονων νέων αγροτών, διότι σε αυτές τις αγορές δεν έχει ακόμα επέλθει ούτε ο «εμπορικός κορεσμός».
Πώς όμως προκύπτει αύξηση της αξίας των αγροτικών προϊόντων;
Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αύξησης της αξίας είναι η βελτίωση του προσφερόμενου προϊόντος αυτού καθαυτό. Άλλωστε η τήρηση συγκεκριμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών σε πολλές περιπτώσεις είναι υποχρεωτική από ευρωπαϊκούς κανονισμούς ή διεθνείς συμβάσεις και ελέγχεται, όπως στην περίπτωση των εμπορικών προδιαγραφών στα οπωροκηπευτικά.
Επιπλέον όμως στο σύγχρονο μάρκετινγκ υπάρχει η έννοια του ολικού προϊόντος το οποίο αποτελείται τόσο από το φυσικό προϊόν, τα χαρακτηριστικά του οποίου κατά κύριο λόγο επιθυμεί να αποκτήσει ο καταναλωτής, όσο και από το επαυξημένο προϊόν, δηλαδή επιπλέον χαρακτηριστικά που προσθέτει ο παραγωγός-πωλητής για να κάνει το προϊόν του πιο επιθυμητό.
Η τυποποίηση και η μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων συμβάλλουν καθοριστικά στη δημιουργία διαφοροποιημένων προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές, δημιουργώντας ζήτηση για προϊόντα προστιθέμενης αξίας.
Από τη μεταποίηση δημιουργούνται νέα εμπορικά προϊόντα με σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας για νέες ιδέες κάλυψης αναγκών των καταναλωτών.
Με την τυποποίηση δημιουργείται η δυνατότητά κάλυψης των αναγκών της αγοράς με το ίδιο προϊόν, σε διαφορετικά επίπεδα απαιτήσεων προδιαγραφών και τελικά σε διαφορετικές τιμές.
Και οι δύο αυτές πρακτικές αποτελούν προϋπόθεση για τη δημιουργία επώνυμων προϊόντων μέσα από τις οποίες ο κάτοχος της επωνυμίας επωφελείται από την επιστροφή στον ίδιο, μέρους της αξίας που δημιουργεί για τους καταναλωτές.
Μέσω των συλλογικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών από συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών, η δημιουργία επώνυμων προϊόντων είναι εφικτή με πιο βιώσιμο τρόπο απ’ ό,τι στις περιπτώσεις μεμονωμένων προσπαθειών.
Ασφαλώς και οι μεμονωμένες πρωτοβουλίες δημιουργίας επαυξημένων προϊόντων από τους παραγωγούς, όπως για παράδειγμα μέσω του θεσμού της οικοτεχνίας, είναι σημαντικές και επωφελείς όταν γίνονται με προσεχτικά επιχειρηματικά βήματα.