Του Γιώργου Βελιώτη
Κατά τα τελευταία χρόνια, η ιδιωτική ασφάλιση υγείας έχει αναδειχθεί σε κομβικό τομέα για την κοινωνική ευημερία. Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι οι καλύψεις υγείας επιτείνονται ως ανάγκη, αφενός λόγω της μεταβολής που συντελείται στη δημογραφική σύνθεση με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και αφετέρου λόγω της συνεχούς υποχώρησης του κράτους πρόνοιας και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το δημόσιο σύστημα υγείας.
Ο κ. Γιώργος Βελιώτης είναι γενικός διευθυντής Ασφαλίσεων Ζωής και Υγείας INTERAMERICAN
Σε πρώτη ανάγνωση, διαφαίνεται ότι η ζήτηση για υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στην υγεία θα αυξάνεται συνεχώς, αλλά τα πράγματα δεν είναι ευθέως ανάλογα και για την ιδιωτική ασφάλιση και τις ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, που καλούνται να καλύψουν τα κενά τόσο στην παροχή όσο και στη χρηματοδότηση αυτών των υπηρεσιών. Είναι γεγονός ότι, παράλληλα με την αύξηση των αναγκών, αυξάνεται και το κόστος της υγείας. Πέρα από τη γήρανση του πληθυσμού, κοστίζουν η τεχνολογία που εξελίσσεται και δημιουργεί νέους τρόπους παρακολούθησης, διαχείρισης και επεμβατικής στην υγεία -η ψηφιακή υγεία είναι παρούσα με πολλούς τρόπους: εργαλεία, big data, πληροφορική-, κοστίζουν και οι νέες εξατομικευμένες θεραπευτικές μέθοδοι που προωθούνται, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται νέες παθήσεις.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα σύνθετο ζήτημα, που δεν μπορεί να πάρει απαντήσεις από μονοδιάστατες επιλογές και προτάσεις. Ας εκτιμηθεί ακόμη, ότι ειδικότερα στην ασφαλιστική κάλυψη γίνονται πιο δυσδιάκριτα και τα όρια της αγοράς, αφού ετερόκλητες επιχειρήσεις μπορούν να γίνουν ασφαλιστές υγείας. Σε αυτό το περιβάλλον, ένας παράγων πρέπει να παραμένει σταθερός και να συγκλίνουν όλα στην ικανοποίησή του: ο πολίτης-πελάτης. Είτε συνομιλεί ο πελάτης με τον ασφαλιστή είτε με τον γιατρό και τα νοσοκομεία, θα πρέπει να βγαίνει ωφελημένος και με καλύτερη ποιότητα ζωής σε κάθε περίπτωση, χωρίς να γίνεται φτωχότερος.
Για την Ελλάδα και ειδικότερα την ασφαλιστική αγορά της, ας κρατήσουμε ως πραγματικότητα ότι η ασφάλιση υγείας είναι σήμερα μια «ακριβή αναγκαιότητα» και πως υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας, μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη χώρα μας έχει, ήδη, άμεση εμπειρία της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας: αν εκτιμηθούν ως target group 1,8 εκατ. νοικοκυριά, τα μισά περίπου από αυτά έχουν ή είχαν ασφάλιση υγείας και το 34% από αυτά είχε ενδιαφερθεί, αλλά δεν ασφαλίστηκε. Στις ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες ο ανταγωνισμός σκληραίνει, εντείνεται η εστίαση στις τιμές, τα γηρασμένα χαρτοφυλάκια από την άλλη πλευρά πιέζουν, ενώ παρατηρείται αύξηση των προϊόντων capitation. Ταυτόχρονα, έχουμε πολύ πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο με Solvency II, προστασία προσωπικών δεδομένων, νέα οδηγία IDD για την προστασία του καταναλωτή.
Υπάρχει διέξοδος αποτελεσματική, που θα κάνει την ασφάλιση υγείας πιο προσιτή και με μεγαλύτερη αξία για τον πολίτη-πελάτη; Έχω την πεποίθηση πως ναι, υπάρχει. Μόνο που περνάει από «πόρτες» που πρέπει οι άνθρωποι της ασφαλιστικής αγοράς να τις ανοίξουν με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα. Ποιες είναι αυτές οι «πόρτες»;
Κατ’ αρχάς, η συνεργασία με τις ιδιωτικές κλινικές. Σαφώς ενισχυμένη κατά τα τελευταία χρόνια, πρέπει να αναθεωρηθεί σε πολλούς τομείς, για να γίνει βιώσιμη για αμφότερα τα μέρη, με γνώμονα το όφελος του πελάτη. Στην INTERAMERICAN, οι συνεργασίες με τις ιδιωτικές κλινικές έχουν, πλέον, περάσει σε μια νέα φάση. Στο πλαίσιο του fact-based decision making, σήμερα αξιολογούμε κάθε συνεργασία με αναλυτική προσέγγιση, εξετάζοντας πληθώρα στοιχείων και δεικτών, τόσο ποσοτικών όσο και ποιοτικών, τα οποία λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν στη χάραξη της στρατηγικής μας. Επενδύουμε στη δημιουργία νέων εργαλείων ανάλυσης δεδομένων, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται μετά από συζήτηση και ενδελεχή αξιολόγηση όλων των δεδομένων. Ο καλύτερος τρόπος να ελέγξουμε το κόστος, δημιουργώντας παράλληλα αμοιβαίως επωφελείς συνεργασίες με τις κλινικές, είναι με τη δημιουργία πακέτων. Επιπλέον, προχωρούμε σε κατ’ ιδίαν συμβάσεις με χειρουργούς, ώστε τόσο η συμφωνία όσο και η πληρωμή του γιατρού να γίνεται απευθείας από την εταιρεία στον ίδιο χωρίς τη μεσολάβηση τρίτων, διασφαλίζοντας και την ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών που λαμβάνει ο ασφαλισμένος της INTERAMERICAN.
Παράλληλα, συνεχίζουμε να επενδύουμε στην ανάπτυξη ιδιόκτητων υποδομών υγείας, τόσο σε επίπεδο πρωτοβάθμιας όσο και δευτεροβάθμιας περίθαλψης (πολυϊατρεία MEDIFIRST και ΑΘΗΝΑΪΚΗ MEDICLINIC). Με αυτό τον τρόπο, παρέχουμε στους ασφαλισμένους μας υπηρεσίες ευρύτερου φάσματος, στο πλαίσιο των οικοσυστημάτων υγείας που φιλοδοξούμε να αναπτύξουμε, με εστίαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και την πρόληψη και με καθετοποιημένο έλεγχο και διαχείριση, που αφαιρούν κάθε περιττή -κοστοβόρο και επιβαρυντική για τον πελάτη- ενέργεια (π.χ. εξετάσεις, χειρουργεία).
Ακόμη, για συνέργειες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) στην υγεία οφείλουμε να εξαντλήσουμε κάθε πιθανότητα εποικοδομητικής σχέσης και συμπληρωματικότητας. Προς το παρόν, έχουμε δύο παράλληλους κόσμους, με τις συνέπειες να τις πληρώνει ο πολίτης/πελάτης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ΕΟΠΥΥ, που μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα των συνεργασιών μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και κλινικών. Η υιοθέτηση μέτρων, όπως το rebate και το clawback, έχει λειτουργήσει επιβαρυντικά για όλη την αγορά. Θα πρέπει να γίνουν διορθωτικές κινήσεις, ώστε ο ΕΟΠΥΥ να λειτουργεί σε συνεργασία με τις ασφαλιστικές εταιρείες, για το κοινό όφελος όλων: του ίδιου του ΕΟΠΥΥ, των ασφαλιστικών εταιρειών και των ασφαλισμένων. Εύλογα, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για ΣΔΙΤ θα μπορούσαν να παίξουν και ενδεχόμενες μεταρρυθμιστικές εξελίξεις όσον αφορά το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα. Η δημιουργία ενός μικτού συστήματος, στο οποίο μέρος των ασφαλιστικών εισφορών κάθε εργαζομένου θα διοχετεύεται στην ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία που θα επιλέγει ο ίδιος και η οποία θα αναλαμβάνει την ασφάλιση υγείας του σε σύμπραξη με το Δημόσιο, είναι μια λύση επιτυχώς δοκιμασμένη σε αναπτυγμένες χώρες.
Στο σύγχρονο περιβάλλον, η INTERAMERICAN έρχεται και πάλι «να ταράξει τα νερά» της ιδιωτικής ασφάλισης με το λανσάρισμα του καινοτόμου Συστήματος Υγείας «bewell», που είναι modular - δηλαδή ο ασφαλισμένος έχει ελευθερία επιλογής ανάμεσα σε πολλαπλές καλύψεις, με πολυάριθμους τους πιθανούς συνδυασμούς, ούτως ώστε το πακέτο καλύψεων να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες και δυνατότητες κάθε ασφαλισμένου. Στις πολλές νέες καλύψεις, ο ασφαλισμένος θα έχει και τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών δικτύων νοσοκομείων. Τα ασφάλιστρα με τις επιλογές και τους συνδυασμούς του «bewell» μειώνονται αισθητά, το Σύστημα παρακολουθεί και υποστηρίζει τις ασφαλιστικές ανάγκες και δυνατότητες σε κάθε ηλικιακή φάση του ασφαλισμένου χωρίς να τον εγκαταλείπει ποτέ, ενώ αφορά ιδιαίτερα ανθρώπους που μέχρι σήμερα αγόραζαν υπηρεσίες υγείας out-of-pocket ή που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε υψηλά ασφάλιστρα. Η εταιρεία μας είναι σαφώς προσανατολισμένη σε πρωτοβουλίες προοδευτικών αλλαγών στον τομέα της υγείας, με αίσθημα ευθύνης για την ασφαλιστική αποστολή της.