Του Γιώργου Σακκά
[email protected]
Την αναγκαιότητα των όσων θεωρούνται ως απαραίτητα για τη διασφάλιση της υγείας των πολιτών επιδιώκει να ελέγξει με νέους μηχανισμούς και διαδικασίες η ελληνική Πολιτεία.
Έχοντας περάσει από τα πάρτι στις μη αποτελεσματικές δραματικές περικοπές και διαπιστώνοντας ότι ο πολυπόθητος εξορθολογισμός των δαπανών δεν έχει επιτευχθεί, η αξιολόγηση υπηρεσιών, υλικών και φαρμάκων θεωρείται μονόδρομος.
Η Ελλάδα, λόγω κρίσης και δραματικής δημοσιονομικής προσαρμογής, δεν έχει πολλά περιθώρια να δαπανά όσα κατά μέσο όρο δαπανούν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι πολίτες. Στην προσπάθειά της να επιτύχει κάποια καλύτερα αποτελέσματα επιδιώκει διακρατικές συμμαχίες και επιχειρεί να υιοθετήσει μηχανισμούς όπως και όλα τα υπόλοιπα κράτη.
Βασική παράμετρος είναι να αποκτήσει ένα σύστημα Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (ΗΤΑ). Προς το παρόν καλύπτει με ένα ημίμετρο την ανάγκη αυτή: μια Επιτροπή και όχι έναν ολοκληρωμένο φορέα. Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας, ο φορέας αυτός βρίσκεται σε διαδικασία υλοποίησης, όμως κάτι τέτοιο -παρά το γεγονός ότι δεν θα είναι μια ιδιαίτερα επιβαρυντική για τον κρατικό προϋπολογισμό διαδικασία- δεν φαίνεται να συμβαίνει άμεσα.
Όπως σημειώνει στη «Ν» ο Πάνος Καναβός, αναπληρωτής καθηγητής, LSE Health, London School of Economics, ένας φορέας ΗΤΑ θα πρέπει να είναι ένας αυτόνομος -όχι ανεξάρτητος- οργανισμός με έμμισθο δυναμικό, που να απασχολεί περίπου 30 άτομα. Θα πρέπει να βασιστεί σε πολύ συγκεκριμένες παραμέτρους λειτουργίας, με σαφή κανονισμό και το υπουργείο Υγείας θα πρέπει να αποφασίσει πάνω σε ποιο μοντέλο αξιολογήσεων θα λειτουργεί.
Την ίδια στιγμή στην Ευρώπη συζητιέται έντονα η δημιουργία ενός ενιαίου φορέα Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, εγχείρημα το οποίο βρίσκει τη σθεναρή αντίδραση μεγάλων κρατών, που αποτελούν σημαντικές αγορές φαρμάκων. Οι χώρες αυτές, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, έχοντας κατακτήσει πολλά στον τομέα των αξιολογήσεων και επίσης περισσότερα στον τομέα των διαπραγματεύσεων, δεν αρέσκονται σε διαδικασίες αυτού του είδους, πέραν των εθνικών τους διεργασιών.
Η Ε.Ε. λοιπόν φαίνεται να μην καταφέρνει να κερδίσει την όποια προσπάθεια ενιαιοποίησης των διαδικασιών όσον αφορά τη συνεργασία των χωρών με τη φαρμακοβιομηχανία. Μια φαρμακοβιομηχανία η οποία θα πρέπει επίσης να συνειδητοποιεί ότι πλέον τα υπερκέρδη του παρελθόντος αποτελούν παρελθόν. Η έννοια της σκληρής διαπραγμάτευσης διευρύνεται και αυτό είναι και το κλειδί που επιδιώκει να κατακτήσει και η ελληνική πλευρά, ώστε το ελληνικό κράτος να μην είναι ο «κακός» που επιβάλλει τεράστιες επιβαρύνσεις στη βιομηχανία μέσω rebate και clawback. Όμως και σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις όσον αφορά την έναρξη ουσιαστικών διαδικασιών διαπραγμάτευσης.
Στο πεδίο του εξορθολογισμού των δαπανών, επιδιώκεται να εισέλθει και το ΕΣΥ μέσω της αλλαγής του τρόπου κοστολόγησης των ιατρικών πράξεων των δημοσίων νοσοκομείων. Εφαρμόζοντας πλέον καινοτόμα συστήματα με βάση το μοντέλο των DRGs, υπάρχει η αισιοδοξία ότι πλέον και στα νοσοκομεία θα επιδιωχθούν βελτιώσεις.
Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι στο πεδίο του εκσυγχρονισμού και των περικοπών φαίνονται σημαντικά αποτελέσματα στις νέες διαδικασίες που έχει υιοθετήσει ο ΕΟΠΥΥ.
Βέβαια, πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη και το σημαντικότερο είναι η εξασφάλιση επιπλέον πόρων. Η διασύνδεση των δαπανών για την υγεία με την ανάπτυξη δυστυχώς δεν θα προσφέρει παρά ελάχιστα στην αύξηση των απαιτούμενων κονδυλίων.