Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, ίσως δεν υπάρχει άλλος κλάδος που να βρίσκεται σε τόσο βαθιά μεταβατική φάση όσο η ενέργεια. Έτσι, στην εγχώρια ενεργειακή αγορά «ξεδιπλώνονται» αλλά και σχεδιάζονται δραστικές αλλαγές, ώστε να δοθούν απαντήσεις σε ποικίλες προκλήσεις. Ξεκινώντας κατ’ αρχάς από τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, η οποία επιτάσσει την άρση του μονοπωλίου της ΔΕΗ στη λιγνιτική παραγωγή, με την πώληση μονάδων της επιχείρησης, καθώς και την επιτάχυνση της απελευθέρωσης της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.
Παράλληλα, ο τρόπος κάλυψης των εγχώριων ενεργειακών αναγκών θα πρέπει να προσαρμοστεί στις προκλήσεις και τους στόχους που έχουν τεθεί για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενισχύοντας σημαντικά τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, τις μεταφορές και τη θέρμανση, αλλά και αυξάνοντας δραστικά την ενεργειακή εξοικονόμηση. Κι αυτό τη στιγμή που είναι απαραίτητο να διατηρηθεί ανταγωνιστικό το ενεργειακό κόστος του βιομηχανικού τομέα, ώστε να μην υπονομευθεί η διαφαινόμενη οικονομική ανάκαμψη, όπως επίσης και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η ενεργειακή φτώχεια – η οποία, στα χρόνια της κρίσης, έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις.
Όπως είναι φυσικό, ενώπιον του παραπάνω σύνθετου παζλ από επιτακτικές προκλήσεις, διατυπώνονται διαφορετικές εκτιμήσεις για τις απαιτούμενες παρεμβάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συμμετοχή του λιγνίτη στο εγχώριο ενεργειακό μίγμα. Έτσι, τη στιγμή που κατά κοινή ομολογία χρειάζεται να συνεχιστεί η συρρίκνωση του μεριδίου του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα, ακόμη και με την πρόσφατη άνοδο των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων, παραμένουν διχασμένες οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις που θα είχε στο κόστος εφοδιασμού και την ενεργειακή ασφάλεια η δραστική περιθωριοποίηση του ορυκτού καυσίμου σε ορίζοντα 12ετίας, ή ακόμη και η απόσυρσή του.
Την ίδια στιγμή, η πάγια πολιτική που χρησιμοποιεί η Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά της ενεργειακής φτώχειας είναι τα μειωμένα τιμολόγια ρεύματος για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Ωστόσο, η Κομισιόν προτείνει την κατάργηση αυτών των χαμηλότερων χρεώσεων, υποστηρίζοντας πως δημιουργούν προβλήματα στην αγορά και τον ανταγωνισμό και θα πρέπει να αντικατασταθούν με άλλα μέτρα.
Σε κάθε περίπτωση, ο μετασχηματισμός της ενεργειακής αγοράς έχει ήδη ξεκινήσει. Έτσι, στην παρούσα ειδική έκδοση, η «Ν» σκιαγραφεί το τοπίο που βρίσκεται υπό διαμόρφωση σε ποικίλους κλάδους της. Κλάδους όπως η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, η απελευθέρωση των οποίων «ωριμάζει» ολοένα περισσότερο, με τη συμμετοχή νέων «παικτών» και την εμφάνιση νέων προϊόντων που έχουν όλες τις προϋποθέσεις να ενισχύσουν περαιτέρω τον βηματισμό της. Παράλληλα, η πρόσφατη διενέργεια των πρώτων διαγωνισμών για νέα έργα ΑΠΕ και η δραστική μείωση των αποζημιώσεων που εξασφάλισαν οι επενδυτές, παρόλο που είναι πιθανό να προοιωνίζεται ανακατατάξεις στον κλάδο των παραγωγών, ανοίγει τον δρόμο για αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών, με μικρότερη επιβάρυνση για τους καταναλωτές.
Παράλληλα, το νέο αυτό ενεργειακό περιβάλλον αποτελεί ήδη την αφορμή ώστε η Ελλάδα να επιλύσει παθογένειες δεκαετιών, όπως τη δημιουργία ηλεκτρικών διασυνδέσεων, που θα απεξαρτήσουν μεγάλο μέρος της νησιωτικής Ελλάδας από την κατανάλωση πετρελαίου για την κάλυψη των αναγκών τους σε ρεύμα. Επίσης, δημιουργεί για τη χώρα μας ευκαιρίες ώστε να εξερευνήσει για πρώτη φορά συστηματικά την ύπαρξη υδρογονανθράκων, και μάλιστα με την παρουσία πετρελαϊκών κολοσσών στους αναδόχους, όπως και να αναβαθμίσει τον γεωστρατηγικό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της «πύλης εισόδου» για το φυσικό αέριο.