Εν μέσω σημαντικών προκλήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται ο κλάδος ιδιωτικής υγείας, οποίος αποτελεί το τελευταίο διάστημα και πόλο έλξης επενδυτικών κεφαλαίων. Ο εν λόγω κλάδος με συνολικό της τάξης του 1,45 δισ. ευρώ για το 2017, περιέχει εταιρείες δύο διαφορετικών ταχυτήτων, οι οποίες και έχουν να κάνουν κατά βάση αφενός από το μέγεθός τους αφετέρου με την εξάρτησή τους από τον ΕΟΠΥΥ.
Βασίλης Ρεγκούζας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΣΤΟΧΑΣΙΣ: O ανταγωνισμός μεταξύ ίσης δυναμικότητας και μεγέθους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια κατηγορία εστιάζεται στην ποιότητα και το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προσαρμογή στις τεχνολογικές και ιατρικές εξελίξεις, την τιμολογιακή πολιτική, τις προωθητικές ενέργειες (πακέτα προσφορών), την ταχύτητα εξυπηρέτησης, τη γεωγραφική κάλυψη και τη σύναψη συνεργασιών με ασφαλιστικές εταιρείες.
Το σχετικά θετικό τελευταίο στοιχείο για τον κλάδο είναι πως σταδιακά μετά και τις σημαντικές περικοπές, περιορίζεται το ποσό του clawback το οποίο θα πρέπει να καταβάλλουν οι εταιρείες. Μάλιστα η τελευταία εκτίμηση για το 2017 είναι ότι αυτό θα είναι περί τα 110 εκατ. ευρώ συνολικά για τις κλινικές. Συνολικά εκτιμάται πως από το 2015 η μείωση στο clawback των κλινικών (γενικών και μαιευτηρίων) είναι της τάξης του 26% και για τις ψυχιατρικές κλινικές από το έτος 2015 στο έτος 2017 είναι της τάξης 27%.
Η μείωση προέρχεται αφενός από τις περικοπές και τα σχετικά rebate τα οποία πλέον περνούν αυτόματα στις υποβολές των συμβεβλημένων παρόχων, αφετέρου και στο σχετικό εξορθολογισμό των δαπανών τόσο από την πλευρά των κλινικών όσο και από την πλευρά του ΕΟΠΥΥ.
Την ίδια στιγμή η ΠΕΙΚ σε ανακοίνωσή της τονίζει ότι τα σημειώματα για το clawback που απεστάλησαν στις ιδιωτικές κλινικές για το Α’ εξάμηνο του 2017, είναι μικρότερα ως ποσοστά, όμως «εξακολουθούν να είναι άδικα και καταστροφικά για τους παρόχους».
Πάντως οι εκπρόσωποι των κλινικών σημειώνουν ότι παραδέχονται ότι σε ορισμένους κωδικούς το clawback είναι σχεδόν μηδενικό, όπως η νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, γεγονός που είναι αποτέλεσμα δημιουργίας ενός νέου υποκωδικού που χρηματοδοτήθηκε με τα αναγκαία κονδύλια.
Τι καταγράφει η μελέτη Στόχασις
Πάντως, παρά τους σχετικούς κλυδωνισμούς, η αγορά τα τελευταία χρόνια αρχίζει να παρουσιάζει μια σχετική ισορροπία, χωρίς βεβαίως να διαφεύγει το γεγονός ότι με βάση τα όσο σημειώνει η ΠΕΙΚ σημειώθηκαν και 35 «λουκέτα» την περίοδο της κρίσης.
Σύμφωνα με την πρόσφατη κλαδική μελέτη «Ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας» που εκπόνησε η ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε. και περιλαμβάνει τις γενικές κλινικές & κλινικές αποκατάστασης και αποθεραπείας, τις ψυχιατρικές κλινικές, τις μαιευτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα, το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας υπολογίζεται σε 1.433 εκατ. ευρώ το 2016 με το Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) να διαμορφώνεται αρνητικός (-1,9%) την περίοδο 2007-2016.
Πάντως με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις και την πορεία των εισηγμένων ομίλων, φαίνεται πως η αγορά έδειξε το 2017 να κινήθηκε με άνοδο της τάξης του 2% και να διαμορφώνεται συνολικά κοντά στα 1,45 δισ. ευρώ.
Την τάση αυτή επιβεβαιώνει και η ΣΤΟΧΑΣΙΣ, που προβλέπει ότι ο ΜΕΡΜ της εγχώριας αγοράς σε αξία για την περίοδο 2016-2020 για τις γενικές κλινικές θα διαμορφωθεί σε 4,1%, για τις ψυχιατρικές κλινικές σε 7,0%, για τις μαιευτικές κλινικές σε 2,9% και για τα διαγνωστικά κέντρα σε 2,4%.
Με βάση τη ΣΤΟΧΑΣΙΣ, ο ΜΕΡΜ τη χρονική περίοδο 2007-2016 διαμορφώνεται οριακά αρνητικός στην κατηγορία των διαγνωστικών κέντρων (-0,6%) και των μαιευτικών κλινικών (-0,8%), ενώ την αντίστοιχη περίοδο εντονότερα αρνητικός ΜΕΡΜ παρουσιάζεται στις ψυχιατρικές (-5,6%) και τις γενικές κλινικές (-2,4%).
Όπως αναφέρει ο κ. Βασίλης Ρεγκούζας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΣΤΟΧΑΣΙΣ, η αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας παρουσιάζει αύξηση την περίοδο 2014-2016 (ΜΕΡΜ 2013-2016: 1,6%), αν και συνεχίζει να επηρεάζεται από την πορεία των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων και γενικότερα των οικονομικών συνθηκών. Σημειώνεται ότι την περίοδο 2010-2016 παρατηρείται σχετική σταθερότητα στη διάρθρωση σε αξία τόσο της αγοράς ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας συνολικά όσο και των ιδιωτικών κλινικών, παρά τις μεταβολές σε απόλυτα μεγέθη.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας είναι έντονος, δεδομένου ότι έχει περιοριστεί το μέγεθος της εξεταζόμενης αγοράς.
Ειδικότερα, ο ανταγωνισμός μεταξύ ίσης δυναμικότητας και μεγέθους επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια κατηγορία εστιάζεται στην ποιότητα και το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προσαρμογή στις τεχνολογικές και ιατρικές εξελίξεις, την τιμολογιακή πολιτική, τις προωθητικές ενέργειες (πακέτα προσφορών), την ταχύτητα εξυπηρέτησης, τη γεωγραφική κάλυψη και τη σύναψη συνεργασιών με ασφαλιστικές εταιρείες.
Όσον αφορά τη χρηματοοικονομική ανάλυση των επιμέρους κατηγοριών του κλάδου, όπως παρατηρεί η συντάκτρια της μελέτης κυρία Μάγδα Παπαστεφάνου, το EBITDA (%) των διαγνωστικών κέντρων το 2016 διαμορφώνεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, επανερχόμενο στα επίπεδα του 2011. Αύξηση παρουσιάζει το EBITDA (%) των μαιευτηρίων την περίοδο 2014-2016 και διαμορφώνεται επίσης σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ αντίθετα στις ψυχιατρικές κλινικές διαμορφώνεται σε αρνητικά επίπεδα την περίοδο 2014-2016, ενώ στις γενικές κλινικές σημειώνεται σημαντική βελτίωση του EBITDA (%) το 2016.
Οι τιμές του δείκτη κάλυψης των χρηματοοικονομικών δαπανών των γενικών κλινικών αναδεικνύουν την οριακή θέση στην οποία έχουν περιέλθει μετά το 2009, ενώ σημειώνεται το θετικό του πρόσημο, έστω και οριακά το 2016. Ο εν λόγω δείκτης στα διαγνωστικά κέντρα αποτελεί ένδειξη του περιθωρίου ασφαλείας που έχουν οι μακροχρόνιοι πιστωτές του, ενώ στις μαιευτικές κλινικές παρουσιάζει συνεχή βελτίωση την περίοδο 2014-2016, σε αντίθεση με την πορεία του στις ψυχιατρικές κλινικές.
Οι γενικές, οι ψυχιατρικές και οι μαιευτικές κλινικές παρουσιάζουν αρνητική αποδοτικότητα απασχολούμενων κεφαλαίων τη διετία 2014-2015, ενώ οι μαιευτικές κλινικές εμφανίζουν θετικό πρόσημο το 2016, μετά από έξι έτη. Αντίθετα, τα διαγνωστικά κέντρα παρουσιάζουν σχετικά ικανοποιητική αποδοτικότητα την περίοδο 2013-2016, παρά τη μείωση σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου θεωρούνται έντασης παγίων περιουσιακών στοιχείων.
Σημειώνεται ότι 6 στις 10 μεγαλύτερες γενικές κλινικές, βάσει δημοσιευμένου κύκλου εργασιών το 2016, συνδυάζουν EBIT (%) και συνολική δανειακή επιβάρυνση, σε επίπεδα καλύτερα από το μέσο όρο του συνόλου των εξεταζόμενων επιχειρήσεων της κατηγορίας, για το 2016, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στις ψυχιατρικές κλινικές είναι 2 στις 10.
Επίσης, 2 στις 5 μαιευτικές κλινικές συνδυάζουν EBIT (%) και συνολική δανειακή επιβάρυνση, σε επίπεδα καλύτερα από το μέσο όρο των πέντε εξεταζόμενων μαιευτικών κλινικών, για το 2016 και τέλος, 3 στα 10 μεγαλύτερα διαγνωστικά κέντρα συνδυάζουν EBIT (%) και συνολική δανειακή επιβάρυνση, σε επίπεδα καλύτερα από το μέσο όρο της εν λόγω κατηγορίας, για το 2016.
Όσον αφορά την ικανοποίηση από το σύστημα υγείας για το 2016 η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα σε 29 χώρες, ενώ σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό δείκτη αξιολόγησης δημοσίων συστημάτων υγείας, η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στη σχετική κατάταξη, στην 28η θέση από τις 35 εξεταζόμενες χώρες για το 2016.
Τέλος, σημειώνεται ότι η κατά κεφαλή δαπάνη υγείας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε.-28 για το 2016. Αντιθέτως, το Λουξεμβούργο, η Γερμανία και η Ιρλανδία είναι οι χώρες με την υψηλότερη κατά κεφαλή δαπάνη υγείας, με τη Σουηδία και την Ολλανδία να ακολουθούν.